Anonymous

προσαγωγή: Difference between revisions

From LSJ
6
(34)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ [[προσάγω]]<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[προσάγω]], [[προσκόμιση]]<br /><b>2.</b> το να οδηγείται [[κανείς]] ενώπιον κάποιου («[[προσαγωγή]] στον εισαγγελέα»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «εκ προσαγωγής» — με βαθμιαία [[προσθήκη]], [[βαθμηδόν]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ναυτ.</b> [[ορτσάρισμα]]<br /><b>2.</b> <b>φυσιολ.</b> η [[κίνηση]] προσέγγισης ενός μέλους ή τμήματος μέλους του σώματος [[προς]] το οβελιαίο επίπεδο του σώματος<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[προσαγωγή]] τών ποδιών»<br /><b>(γυμναστ.)</b> η [[ένωση]] τών πλάγιων εσωτερικών επιφανειών τών ποδιών<br />β) «βίαιη [[προσαγωγή]]»<br /><b>(νομ.)</b> καταναγκαστικό [[μέτρο]] που επιβάλλεται με [[έκδοση]] σχετικού εντάλματος [[κατά]] του μάρτυρα που κλητεύθηκε [[νόμιμα]] και δεν εμφανίστηκε ενώπιον του δικαστηρίου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προσέγγιση]], [[πλησίασμα]]<br /><b>2.</b> [[προσέλκυση]], [[προσεταιρισμός]] («ξυμμάχων τε προσαγωγῇ καὶ Ἑλλήνων καὶ βαρβάρων», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> [[προσφορά]], [[παροχή]]<br /><b>4.</b> [[προσθήκη]], [[πρόσθεση]]<br /><b>5.</b> [[προσβολή]], [[επίθεση]], [[έφοδος]]<br /><b>6.</b> θρησκευτική [[πομπή]]<br /><b>7.</b> [[εισδοχή]] σε [[κάτι]]<br /><b>8.</b> [[επαύξηση]]<br /><b>9.</b> [[αύξηση]] εισοδήματος<br /><b>10.</b> [[επεξεργασία]] πλάκας που γίνεται με σκοπό την πλήρη [[εφαρμογή]] της σε [[άλλη]]<br /><b>11.</b> <b>φρ.</b> α) «προσαγωγὴ νεῶν» — [[τόπος]] [[κατάλληλος]] για την [[προσόρμιση]] πλοίων<br />β) «τόποι ὑψηλοὶ ἐκ προσαγωγῆς» — τόποι που ανυψώθηκαν βαθμιαία.
|mltxt=η, ΝΜΑ [[προσάγω]]<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[προσάγω]], [[προσκόμιση]]<br /><b>2.</b> το να οδηγείται [[κανείς]] ενώπιον κάποιου («[[προσαγωγή]] στον εισαγγελέα»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «εκ προσαγωγής» — με βαθμιαία [[προσθήκη]], [[βαθμηδόν]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ναυτ.</b> [[ορτσάρισμα]]<br /><b>2.</b> <b>φυσιολ.</b> η [[κίνηση]] προσέγγισης ενός μέλους ή τμήματος μέλους του σώματος [[προς]] το οβελιαίο επίπεδο του σώματος<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[προσαγωγή]] τών ποδιών»<br /><b>(γυμναστ.)</b> η [[ένωση]] τών πλάγιων εσωτερικών επιφανειών τών ποδιών<br />β) «βίαιη [[προσαγωγή]]»<br /><b>(νομ.)</b> καταναγκαστικό [[μέτρο]] που επιβάλλεται με [[έκδοση]] σχετικού εντάλματος [[κατά]] του μάρτυρα που κλητεύθηκε [[νόμιμα]] και δεν εμφανίστηκε ενώπιον του δικαστηρίου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προσέγγιση]], [[πλησίασμα]]<br /><b>2.</b> [[προσέλκυση]], [[προσεταιρισμός]] («ξυμμάχων τε προσαγωγῇ καὶ Ἑλλήνων καὶ βαρβάρων», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> [[προσφορά]], [[παροχή]]<br /><b>4.</b> [[προσθήκη]], [[πρόσθεση]]<br /><b>5.</b> [[προσβολή]], [[επίθεση]], [[έφοδος]]<br /><b>6.</b> θρησκευτική [[πομπή]]<br /><b>7.</b> [[εισδοχή]] σε [[κάτι]]<br /><b>8.</b> [[επαύξηση]]<br /><b>9.</b> [[αύξηση]] εισοδήματος<br /><b>10.</b> [[επεξεργασία]] πλάκας που γίνεται με σκοπό την πλήρη [[εφαρμογή]] της σε [[άλλη]]<br /><b>11.</b> <b>φρ.</b> α) «προσαγωγὴ νεῶν» — [[τόπος]] [[κατάλληλος]] για την [[προσόρμιση]] πλοίων<br />β) «τόποι ὑψηλοὶ ἐκ προσαγωγῆς» — τόποι που ανυψώθηκαν βαθμιαία.
}}
{{lsm
|lsmtext='''προσᾰγωγή:''' ἡ,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[καθοδήγηση]] σε ή πάνω σε, [[ανατροφή]], σε Πολύβ.<br /><b class="num">2.</b> [[προσέγγιση]], [[απόκτηση]], <i>ξυμμάχων</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">II. 1.</b> (αμτβ.), η επίσημη [[προσέγγιση]], όπως στις γιορτές ή στις ικεσίες, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[προσέγγιση]], [[πλησίασμα]] σε ένα [[πρόσωπο]], στην [[παρουσία]] του βασιλιά, σε Ξεν., Κ.Δ.
}}
}}