Anonymous

λαθίπονος: Difference between revisions

From LSJ
5
(22)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λαθίπονος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που λησμονεί τους κόπους («ὅτ' [[Αἴας]] [[λαθίπονος]] [[πάλιν]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει απαλλαγεί από τη [[λύπη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λαθι</i>- (<b>βλ.</b> [[λαθικηδής]]) <span style="color: red;">+</span> [[πόνος]] «[[κόπος]]»].
|mltxt=[[λαθίπονος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που λησμονεί τους κόπους («ὅτ' [[Αἴας]] [[λαθίπονος]] [[πάλιν]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει απαλλαγεί από τη [[λύπη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λαθι</i>- (<b>βλ.</b> [[λαθικηδής]]) <span style="color: red;">+</span> [[πόνος]] «[[κόπος]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λᾱθίπονος:''' [ῐ], -ον ([[λήθη]]), αυτός που λησμονεί, που ξεχνά την [[οδύνη]], τον πόνο, σε Σοφ.· [[βίοτος]] ὀδυνᾶν [[λαθίπονος]], [[ζωή]] απαλλαγμένη από πόνο, στον ίδ.
}}
}}