εὐπρόσδεκτος: Difference between revisions

4
(15)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐπρόσδεκτος]], -ον)<br />αυτὸς που γίνεται ευχάριστα [[δεκτός]], ο [[καλόδεχτος]] («ευπρόσδεκτη [[δωρεά]]»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευπρόσδεκτα</i> και <i>ευπροσδέκτως</i> (ΑΜ εὐπροσδέκτως)<br />με ευπρόσδεκτο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>προσ</i>-[[δεκτός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>-[[δέχομαι]])].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐπρόσδεκτος]], -ον)<br />αυτὸς που γίνεται ευχάριστα [[δεκτός]], ο [[καλόδεχτος]] («ευπρόσδεκτη [[δωρεά]]»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευπρόσδεκτα</i> και <i>ευπροσδέκτως</i> (ΑΜ εὐπροσδέκτως)<br />με ευπρόσδεκτο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>προσ</i>-[[δεκτός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>-[[δέχομαι]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐπρόσδεκτος:''' -ον ([[προσδέχομαι]]), [[αποδεκτός]].
}}
}}