Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

δυσμεταχείριστος: Difference between revisions

From LSJ
4
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[δυσμεταχείριστος]], -ον)<br /><b>1.</b> (για [[πράγμα]]) αυτός τον οποίο δύσκολα μεταχειρίζεται [[κανείς]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) όποιος δύσκολα μπορεί να διαπαιδαγωγηθεί<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκείνος]] που δύσκολα προσβάλλεται, ο [[δυσπρόσβλητος]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[δυσμεταχείριστος]], -ον)<br /><b>1.</b> (για [[πράγμα]]) αυτός τον οποίο δύσκολα μεταχειρίζεται [[κανείς]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) όποιος δύσκολα μπορεί να διαπαιδαγωγηθεί<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκείνος]] που δύσκολα προσβάλλεται, ο [[δυσπρόσβλητος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δυσμεταχείριστος:''' -ον ([[μεταχειρίζω]]), [[δύσκολος]] στον χειρισμό, στη [[χρήση]], σε Ηρόδ.
}}
}}