Anonymous

Νειλόρυτος: Difference between revisions

From LSJ
5
(6_15)
(5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''Νειλόρῠτος''': -ον, (ῥέω) ὁ ὑπὸ τοῦ Νείλου διαρρεόμενος, ἀρδευόμενος, Ἀνθ. Π. 9. 350.
|lstext='''Νειλόρῠτος''': -ον, (ῥέω) ὁ ὑπὸ τοῦ Νείλου διαρρεόμενος, ἀρδευόμενος, Ἀνθ. Π. 9. 350.
}}
{{lsm
|lsmtext='''Νειλόρῠτος:''' -ον ([[ῥέω]]), αυτός που αρδεύεται από τον Νείλο, σε Ανθ.
}}
}}