3,274,916
edits
(6_15) |
(5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Νειλόρῠτος''': -ον, (ῥέω) ὁ ὑπὸ τοῦ Νείλου διαρρεόμενος, ἀρδευόμενος, Ἀνθ. Π. 9. 350. | |lstext='''Νειλόρῠτος''': -ον, (ῥέω) ὁ ὑπὸ τοῦ Νείλου διαρρεόμενος, ἀρδευόμενος, Ἀνθ. Π. 9. 350. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''Νειλόρῠτος:''' -ον ([[ῥέω]]), αυτός που αρδεύεται από τον Νείλο, σε Ανθ. | |||
}} | }} |