Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

χειμάζω: Difference between revisions

From LSJ
6
(46)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[χιμάζω]] Α<br /><b>βλ.</b> [[χειμάζομαι]].
|mltxt=και [[χιμάζω]] Α<br /><b>βλ.</b> [[χειμάζομαι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''χειμάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> περνώ το χειμώνα, αντίθ. προς το [[θερίζω]], σε Αριστοφ., Ξεν. κ.λπ.· λέγεται για στρατεύματα, [[πηγαίνω]] σε [[μέρος]] για να περάσω το χειμώνα, [[ξεχειμωνιάζω]], Λατ. hiemare, σε Ηρόδ., Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[προξενώ]] [[καταιγίδα]] ή [[τρικυμία]], <i>Θεοῦ τοιαῦτα χειμάζοντος</i>, σε Σοφ.· [[ὅταν]] χειμάζῃ ὁ Θεὸς ἐν τῇ θαλάσσῃ, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> απρόσ., όπως <i>ὕει</i>, <i>νίφει</i>, ἐχείμαζε ἡμέρας [[τρεῖς]] (με [[σημασία]] παρατ.), η [[καταιγίδα]] εξακολουθούσε για [[τρεις]] μέρες, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">III.</b> με αιτ., [[ταράζω]] ή [[επιφέρω]] [[σύγχυση]] όπως η [[καταιγίδα]], σε Σοφ. — Παθ., παρασύρομαι από [[καταιγίδα]], [[πάσχω]] εξαιτίας της, σε Θουκ.· <i>χειμασθεὶς ἀνέμῳ</i>, στον ίδ.· μεταφ., [[κλυδωνίζομαι]], [[ιδίως]], λέγεται για [[πολιτεία]] που κλονίζεται όπως το [[πλοίο]], σε Ευρ., Αριστοφ.· επίσης λέγεται για μεμονωμένα άτομα, σε Τραγ., Πλάτ.
}}
}}