Anonymous

κυνέη: Difference between revisions

From LSJ
413 bytes added ,  30 December 2018
5
(22)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κυνέη]], αιολ. τ. [[κυνία]], αττ. τ. κυνῆ, ἡ (Α) [[κύων]]<br />(ουσιαστικοποιημένο επίθ., θηλ. του [[κύνεος]], [[κατά]] [[παράλειψη]] του ουσ. [[δορά]])<br /><b>1.</b> [[δέρμα]] σκύλου<br /><b>2.</b> [[κάλυμμα]] κεφαλιού ή [[περικεφαλαία]] από [[δέρμα]] σκύλου ή, κατ' επέκτ., από οποιοδήποτε [[δέρμα]] (α. «ἀμφὶ δὲ οἱ κυνέην [[κεφαλῆφιν]] ἔθηκε ταυρείην», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «εὐλόφου κυνῆς», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> πλατύγυρο οδοιπορικό [[καπέλο]], [[πέτασος]] που προφύλαγε από τον ήλιο ή τη [[βροχή]] («ἡλιοστεγὴς κυνῆ... [[Θεσσαλίς]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[κυνέη]] Ἅιδος» θαυματουργό [[κάλυμμα]] το οποίο έκανε αόρατο αυτόν που το φορούσε ή μόνο το πρόσωπὸ του.
|mltxt=[[κυνέη]], αιολ. τ. [[κυνία]], αττ. τ. κυνῆ, ἡ (Α) [[κύων]]<br />(ουσιαστικοποιημένο επίθ., θηλ. του [[κύνεος]], [[κατά]] [[παράλειψη]] του ουσ. [[δορά]])<br /><b>1.</b> [[δέρμα]] σκύλου<br /><b>2.</b> [[κάλυμμα]] κεφαλιού ή [[περικεφαλαία]] από [[δέρμα]] σκύλου ή, κατ' επέκτ., από οποιοδήποτε [[δέρμα]] (α. «ἀμφὶ δὲ οἱ κυνέην [[κεφαλῆφιν]] ἔθηκε ταυρείην», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «εὐλόφου κυνῆς», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> πλατύγυρο οδοιπορικό [[καπέλο]], [[πέτασος]] που προφύλαγε από τον ήλιο ή τη [[βροχή]] («ἡλιοστεγὴς κυνῆ... [[Θεσσαλίς]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[κυνέη]] Ἅιδος» θαυματουργό [[κάλυμμα]] το οποίο έκανε αόρατο αυτόν που το φορούσε ή μόνο το πρόσωπὸ του.
}}
{{lsm
|lsmtext='''κῠνέη:''' Αττ. συνηρ. [[κυνῆ]] (αρχικά θηλ. του [[κύνεος]], [[δορά]]), <i>ἡ</i>· το [[δέρμα]] του σκύλου· [[έπειτα]], [[δερμάτινη]] [[κάπα]], όχι απαραίτητα από [[δέρμα]] σκύλου, [[γιατί]] βρίσκουμε <i>κ. ταυρείη</i>, <i>κτιδέη κ.λπ</i>., σε Όμηρ.
}}
}}