Anonymous

συνεθίζω: Difference between revisions

From LSJ
6
(39)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[ἐθίζω]]<br /><b>1.</b> [[κάνω]] κάποιον να συνηθίσει σε [[κάτι]] («τὰ βέλτιστ' ἀκούειν ὑμᾱς [[συνεθίζω]]», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] σύνηθες, κοινό<br /><b>3.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[αποκτώ]] μια [[συνήθεια]], [[συνηθίζω]] [[κάτι]] («ἐν ταῑς ἁπλαῑς... διαίταις συνεθίζειν», Επίκ.)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «συνειθισμένον ἦν» — είχε γίνει [[συνήθεια]] <b>(Λυσ.)</b>.
|mltxt=Α [[ἐθίζω]]<br /><b>1.</b> [[κάνω]] κάποιον να συνηθίσει σε [[κάτι]] («τὰ βέλτιστ' ἀκούειν ὑμᾱς [[συνεθίζω]]», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] σύνηθες, κοινό<br /><b>3.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[αποκτώ]] μια [[συνήθεια]], [[συνηθίζω]] [[κάτι]] («ἐν ταῑς ἁπλαῑς... διαίταις συνεθίζειν», Επίκ.)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «συνειθισμένον ἦν» — είχε γίνει [[συνήθεια]] <b>(Λυσ.)</b>.
}}
{{lsm
|lsmtext='''συνεθίζω:''' Αττ. μέλ. <i>-ιῶ</i>, [[συνηθίζω]]· [[συνεθίζω]] τινὰ ποιεῖν, τον [[συνηθίζω]], τον [[μαθαίνω]] να κάνει [[κάτι]], σε Δημ., Αισχίν. — Παθ., [[αποκτώ]] [[συνήθεια]] ή εθισμό· σε αόρ. αʹ και παρακ., έχω συνηθίσει, είμαι εθισμένος, σε Θουκ., Πλάτ.· με απαρ., <i>συνειθίσθην ποιεῖν τι</i>, σε Ξεν.· επίσης απρόσ., <i>συνειθισμένον ἦν</i>, είχε καταστεί [[συνήθεια]], σε Λυσ.
}}
}}