Anonymous

ἐπίρρικνος: Difference between revisions

From LSJ
4
(13)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπίρρικνος]], -ον (Α) [[ρικνός]]<br />[[αδύνατος]], [[ισχνός]], ρυτιδωμένος («σκέλη πολύ μείζω τὰ [[ὄπισθεν]] τῶν [[ἔμπροσθεν]], καὶ ἐπίρρικνα», <b>Ξεν.</b>).
|mltxt=[[ἐπίρρικνος]], -ον (Α) [[ρικνός]]<br />[[αδύνατος]], [[ισχνός]], ρυτιδωμένος («σκέλη πολύ μείζω τὰ [[ὄπισθεν]] τῶν [[ἔμπροσθεν]], καὶ ἐπίρρικνα», <b>Ξεν.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπίρρικνος:''' -ον, ρυτιδιασμένος, σε Ξεν.
}}
}}