Anonymous

προστίθημι: Difference between revisions

From LSJ
6
(35)
(6)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, και δωρ. τ. [[ποτιτίθημι]] και προστιθῶ, -έω, Α [[τίθημι]]<br /><b>μέσ.</b> [[προστίθεμαι]]<br />συνάπτομαι, ενώνομαι με [[κάτι]] [[άλλο]] σε ένα [[σύνολο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «προστιθέμενη [[αξία]]»<br /><b>(οικον.)</b> η [[διαφορά]] [[μεταξύ]] της χρηματικής αξίας που εισπράττει μια [[επιχείρηση]] από την [[πώληση]] της παραγωγής της και της χρηματικής αξίας που κατέβαλε σε άλλες επιχειρήσεις για να αποκτήσει πρώτες ύλες και ημικατεργασμένα προϊόντα, [[δηλαδή]] οι αμοιβές που καταβάλλονται στους εργαζομένους (μισθοί), στο [[κεφάλαιο]] (τόκοι, ενοίκια) και στην επιχειρηματικότητα ([[κέρδος]]) για τη [[συμμετοχή]] τους στην παραγωγική [[διαδικασία]] της συγκεκριμένης επιχείρησης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τοποθετώ]] [[κάτι]] [[κοντά]] ή [[πάνω]] σε [[κάτι]] [[άλλο]] («προστιθέναι χεῑρ' ἐπὶ πρόσωπα», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> [[βάζω]] [[υπόθετο]]<br /><b>3.</b> [[παρέχω]], [[χορηγώ]]<br /><b>4.</b> (γενικά) [[δίνω]] («προστιθέναι τὰ ἴδια τοῑς ἀλλοτρίοις», Μέν.)<br /><b>5.</b> [[πληρώνω]]<br /><b>6.</b> [[επιβάλλω]] σε κάποιον [[κάτι]]<br /><b>7.</b> [[προξενώ]], [[προκαλώ]] («προστιθέναι λύπην», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>8.</b> [[χρησιμοποιώ]]<br /><b>9.</b> [[αποδίδω]] [[κάτι]] σε κάποιον («προστιθέναι τῷ θεῶ τὴν αἰτίαν, <b>Ευρ.</b>)<br /><b>10.</b> [[προσθέτω]]<br /><b>11.</b> [[αυξάνω]] («πρὸς τὰ ὑπάρχοντα προστιθέντες πλουσιώτεροι γίνονται», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>12.</b> [[καταθέτω]] χρήματα σε [[τράπεζα]]<br /><b>13.</b> (στην ΠΔ και ΚΔ) [[συνεχίζω]] ή [[επαναλαμβάνω]] μια [[πράξη]] («προσθεῑσα ἔτεκεν [[υἱόν]]» — στη [[συνέχεια]] γέννησε κι άλλον γιο, ΠΔ)<br /><b>14.</b> <b>μέσ.</b> α) [[προσθέτω]]<br />β) [[είμαι]] με το [[μέρος]] κάποιου<br />γ) [[είμαι]] [[ευνοϊκός]] [[έναντι]] κάποιου<br />γ) παραδίδομαι, υποτάσσομαι<br />δ) [[συμφωνώ]], [[συγκατανεύω]] («προστίθεσθαι τῷ Καρχηδονίων νόμῳ», <b>Πλάτ.</b>)<br />ε) (με αιτ.) [[κάνω]] κάποιον σύμμαχο, βοηθό<br />στ) (με αιτ. πράγματος) [[εφαρμόζω]] [[κάτι]] στον εαυτό μου («βάλανον προσθεμένην», Ιπποκρ.)<br />ζ) <b>μτφ.</b> [[επιφέρω]], [[προκαλώ]]<br />η) [[ωφελώ]] («τί ἄν προσθείμην [[πλέον]];», <b>Σοφ.</b>) θ) (σχετικά με [[συμφορά]]) [[προξενώ]] [[εναντίον]] μου ή [[εναντίον]] άλλου («[[ἄχθος]] ἐπ' ἄχθει προστίθεσθαι διπλοῡν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>15.</b> <b>φρ.</b> α) «[[προστίθεμαι]] τὰς θύρας (ή τὴν θύραν ή τὰς πύλας)» — [[κλείνω]] την [[θύρα]] (ή τις πύλες)<br />β) «προστιθέναι μύωπας» — [[χρησιμοποιώ]] τα σπιρούνια<br />γ) «ὅρκον προστιθέναι (τῷ λόγῳ)» λέω [[κάτι]] προσθέτοντας και όρκο<br />δ) «[[προστίθεμαι]] τῇ ἡδονῇ» — έχω [[ροπή]] [[προς]] τις ηδονές<br />ε) «ψῆφον προστίθεσθαι» — [[ψηφίζω]] [[υπέρ]] κάποιου<br />στ) «ψῆφον προστίθεσθαι ἐναντίαν τινί» — [[ρίχνω]] καταδικαστική ψήφο<br />ζ) «[[προστίθεμαι]] δάμαρτα» — [[παίρνω]] σύζυγο.
|mltxt=ΝΜΑ, και δωρ. τ. [[ποτιτίθημι]] και προστιθῶ, -έω, Α [[τίθημι]]<br /><b>μέσ.</b> [[προστίθεμαι]]<br />συνάπτομαι, ενώνομαι με [[κάτι]] [[άλλο]] σε ένα [[σύνολο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «προστιθέμενη [[αξία]]»<br /><b>(οικον.)</b> η [[διαφορά]] [[μεταξύ]] της χρηματικής αξίας που εισπράττει μια [[επιχείρηση]] από την [[πώληση]] της παραγωγής της και της χρηματικής αξίας που κατέβαλε σε άλλες επιχειρήσεις για να αποκτήσει πρώτες ύλες και ημικατεργασμένα προϊόντα, [[δηλαδή]] οι αμοιβές που καταβάλλονται στους εργαζομένους (μισθοί), στο [[κεφάλαιο]] (τόκοι, ενοίκια) και στην επιχειρηματικότητα ([[κέρδος]]) για τη [[συμμετοχή]] τους στην παραγωγική [[διαδικασία]] της συγκεκριμένης επιχείρησης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τοποθετώ]] [[κάτι]] [[κοντά]] ή [[πάνω]] σε [[κάτι]] [[άλλο]] («προστιθέναι χεῑρ' ἐπὶ πρόσωπα», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> [[βάζω]] [[υπόθετο]]<br /><b>3.</b> [[παρέχω]], [[χορηγώ]]<br /><b>4.</b> (γενικά) [[δίνω]] («προστιθέναι τὰ ἴδια τοῑς ἀλλοτρίοις», Μέν.)<br /><b>5.</b> [[πληρώνω]]<br /><b>6.</b> [[επιβάλλω]] σε κάποιον [[κάτι]]<br /><b>7.</b> [[προξενώ]], [[προκαλώ]] («προστιθέναι λύπην», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>8.</b> [[χρησιμοποιώ]]<br /><b>9.</b> [[αποδίδω]] [[κάτι]] σε κάποιον («προστιθέναι τῷ θεῶ τὴν αἰτίαν, <b>Ευρ.</b>)<br /><b>10.</b> [[προσθέτω]]<br /><b>11.</b> [[αυξάνω]] («πρὸς τὰ ὑπάρχοντα προστιθέντες πλουσιώτεροι γίνονται», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>12.</b> [[καταθέτω]] χρήματα σε [[τράπεζα]]<br /><b>13.</b> (στην ΠΔ και ΚΔ) [[συνεχίζω]] ή [[επαναλαμβάνω]] μια [[πράξη]] («προσθεῑσα ἔτεκεν [[υἱόν]]» — στη [[συνέχεια]] γέννησε κι άλλον γιο, ΠΔ)<br /><b>14.</b> <b>μέσ.</b> α) [[προσθέτω]]<br />β) [[είμαι]] με το [[μέρος]] κάποιου<br />γ) [[είμαι]] [[ευνοϊκός]] [[έναντι]] κάποιου<br />γ) παραδίδομαι, υποτάσσομαι<br />δ) [[συμφωνώ]], [[συγκατανεύω]] («προστίθεσθαι τῷ Καρχηδονίων νόμῳ», <b>Πλάτ.</b>)<br />ε) (με αιτ.) [[κάνω]] κάποιον σύμμαχο, βοηθό<br />στ) (με αιτ. πράγματος) [[εφαρμόζω]] [[κάτι]] στον εαυτό μου («βάλανον προσθεμένην», Ιπποκρ.)<br />ζ) <b>μτφ.</b> [[επιφέρω]], [[προκαλώ]]<br />η) [[ωφελώ]] («τί ἄν προσθείμην [[πλέον]];», <b>Σοφ.</b>) θ) (σχετικά με [[συμφορά]]) [[προξενώ]] [[εναντίον]] μου ή [[εναντίον]] άλλου («[[ἄχθος]] ἐπ' ἄχθει προστίθεσθαι διπλοῡν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>15.</b> <b>φρ.</b> α) «[[προστίθεμαι]] τὰς θύρας (ή τὴν θύραν ή τὰς πύλας)» — [[κλείνω]] την [[θύρα]] (ή τις πύλες)<br />β) «προστιθέναι μύωπας» — [[χρησιμοποιώ]] τα σπιρούνια<br />γ) «ὅρκον προστιθέναι (τῷ λόγῳ)» λέω [[κάτι]] προσθέτοντας και όρκο<br />δ) «[[προστίθεμαι]] τῇ ἡδονῇ» — έχω [[ροπή]] [[προς]] τις ηδονές<br />ε) «ψῆφον προστίθεσθαι» — [[ψηφίζω]] [[υπέρ]] κάποιου<br />στ) «ψῆφον προστίθεσθαι ἐναντίαν τινί» — [[ρίχνω]] καταδικαστική ψήφο<br />ζ) «[[προστίθεμαι]] δάμαρτα» — [[παίρνω]] σύζυγο.
}}
{{lsm
|lsmtext='''προστίθημι:''' Δωρ. ποτι-· προστ. <i>προστίθει</i>, μέλ. -[[θήσω]], αόρ. αʹ <i>-έθηκα</i>, αόρ. βʹ <i>-έθην</i>, υποτ. <i>-θῶ</i> — Μέσ., αόρ. αʹ <i>-εθηκάμην</i>, αόρ. βʹ <i>-εθέμην</i>, υποτ. -[[θῶμαι]], γʹ ενικ. ευκτ. -[[θεῖτο]] — Παθ., αόρ. αʹ <i>-ετεθην</i>·<br /><b class="num">Α. I. 1.</b> [[τοποθετώ]] [[πλησίον]], Λατ. apponere, σε Ομήρ. Οδ.· [[προστίθημι]] [[τὰς]] θύρας, [[τοποθετώ]] στην πόρτα, σε Ηρόδ.· [[προστίθημι]] κλίμακας τοῖς πύργοις, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[παρέχω]], [[χορηγώ]] ή [[παραδίδω]], [[θεῶν]] [[γέρα]] ἐφημέροισι προστίθει, σε Αισχύλ.· <i>γυναῖκα προστίθημί τινι</i>, την [[δίνω]] σε αυτόν ως σύζυγο, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> [[απλώς]], [[δίνω]], [[παρέχω]], <i>φερνάς</i>, σε Ευρ.· <i>χρήματα</i>, σε Δημ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[προστίθημι]] πρῆγμά τινι, [[επιβάλλω]] [[περαιτέρω]] [[εργασία]] σε κάποιον, [[επιφορτίζω]], σε Ηρόδ.· επίσης με απαρ., <i>προστίθημί τινι πρήσσειν</i>, στον ίδ.· [[έπειτα]], <i>προστίθημί τινι ἀτιμίην</i>, [[επιβάλλω]] σε κάποιον την [[ατίμωση]] ως [[τιμωρία]], στον ίδ.· <i>λύπην</i>, <i>πόνους</i>, σε Ευρ.· <i>ζημίας τινί</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[αποδίδω]] ή [[καταλογίζω]] σε κάποιον, <i>αἰτίαν τινί</i>, σε Ευρ.· [[θράσος]] τινί, στον ίδ.<br /><b class="num">III. 1.</b> προσθέτω, <i>προστίθημί τι τῷ νόμῳ</i>, σε Ηρόδ.· ὅρκῳ [[προστίθημι]] (ενν. <i>τὸν λόγον</i>), δηλ. [[πρώτα]] ορκίζομαι και [[έπειτα]] λέω τον λόγο, σε Σοφ.· απόλ., κάνω προσθήκες, [[επαυξάνω]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[ιδίως]] λέγεται για την [[προσθήκη]] σε [[έκθεση]] γεγονότων ή σε έγγραφα, <i>προστίθημί τι περὶ τῆς ξυμμαχίας</i>, στον ίδ.· [[προστίθημι]] τῷ δικαίῳ, προσθέτω στον ορισμό της δικαιοσύνης, σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> με αιτ. προσ., [[προστίθημι]] ἑαυτόν τινι, [[προσχωρώ]] στην [[παράταξη]] κάποιου, σε Θουκ. <b>Β.</b> Μέσ.,<br /><b class="num">I. 1.</b> <i>προστίθεσθαι τὴν γνώμην τινί</i>, [[προσεταιρίζομαι]] τη [[γνώμη]] κάποιου, δηλ. [[συμφωνώ]] με αυτόν, σε Δημ.· απόλ., [[συναινώ]] με, [[οἷς]] ἂν σὺ προσθῇ, σε Σοφ.· [[προστίθημι]] τῷ ἀστῷ, είμαι [[καλώς]] διατεθειμένος προς αυτόν, [[διάκειμαι]] ευνοϊκά, σε Ηρόδ.· απόλ., [[υποκύπτω]], υποτάσσομαι, σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> [[δίνω]] [[συγκατάθεση]], [[συμφωνώ]] με ένα [[πράγμα]], [[συναινώ]], με δοτ., σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> <i>ψῆφον δ' Ὀρέστῃ τήνδ' ἐγὼ προσθήσομαι</i>, κυριολεκτικά, θα ρίξω την ψήφο μου για [[χάρη]] του Ορέστη, δηλ. θα ψηφίσω [[υπέρ]] του Ορέστη, σε Αισχύλ.· ομοίως, <i>μὴ μιᾷ ψήφῳ προστίθεσθαι</i> (ενν. <i>τὴν γνώμην</i>), <i>ἀλλὰ δυοῖν</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">II. 1.</b> με αιτ. προσ., [[προσεταιρίζομαι]] κάποιον, δηλ. κάνω κάποιον φίλον, <i>προστίθημί τινα</i>, σε Ηρόδ.· <i>ταύτην πρόσθου δάμαρτα</i>, πάρε αυτή για σύζυγο, σε Σοφ. <b>2. α)</b> με αιτ. πράγμ., προσθέτω, [[εφαρμόζω]] σε εμένα, [[αποκτώ]], πρ. [[πλέον]];, σε τί [[μπορώ]] να σε βοηθήσω;, στον ίδ.· πρ.[[χάριν]] = ἐπιχαρίζεσθαι, στον ίδ.· λέγεται για συμφορές, [[επιφέρω]] κατά του [[εαυτού]] μου, σε Τραγ. κ.λπ. <b>β)</b> [[επιφέρω]] [[εναντίον]] άλλων, <i>προσεθήκαντο πόλεμον</i>, έκαναν πόλεμο, σε Ηρόδ.· <i>μῆνιν προσθέσθαι τινί</i>, [[ξεσπώ]] την [[οργή]] μου σε κάποιον, στον ίδ.
}}
}}