Anonymous

χάσμα: Difference between revisions

From LSJ
498 bytes added ,  30 December 2018
6
(46)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ατος, το, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[ρήγμα]] γης, [[βάραθρο]] (α. «το [[χάσμα]] π' άνοιξ' ο [[σεισμός]] κι [[ευθύς]] εγιόμισ' [[άνθη]]», <b>Σολωμ.</b><br />β. «υποθαλάσσιο [[χάσμα]]» γ. «Ταρτάρου γὰρ ὤφελεν ἐλθεῑν Κιθαιρὼν εἰς ἄβυσσα χάσματα», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κάθε]] ευρύ [[άνοιγμα]] (α. «η [[πληγή]] του παρουσίαζε μεγάλο [[χάσμα]]» β. «[[χάσμα]] πυλάων», Οππ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βοτ.</b> παρεγχυματική [[περιοχή]] στη [[στήλη]], [[δηλαδή]] στο αγωγό [[σύστημα]] του βλαστού, πολλών τραχεοφύτων, η οποία βρίσκεται [[αμέσως]] [[πάνω]] από το [[ίχνος]] του φύλλου<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[κάθε]] [[κενό]] που οφείλεται σε [[διακοπή]] συνέχειας («παρουσιάζει [[σοβαρά]] χάσματα στη [[σκέψη]] του»)<br />β) (συν. σχετικά με γραπτό [[κείμενο]]) σκοτεινό ή ασαφές [[σημείο]] («η έκθεσή του έχει [[σημαντικά]] χάσματα στην [[ανάλυση]] τών επιχειρημάτων του»)<br />γ) [[απόσταση]], [[διάστημα]], [[διαφορά]] («[[είναι]] εμφανές το πολιτιστικό [[χάσμα]] επαρχιών και πρωτεύουσας»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[χάσμα]] γενεών» — [[μεγάλη]] [[διαφορά]] αντιλήψεων, πεποιθήσεων και, γενικά, κοσμοθεωρίας [[ανάμεσα]] στις διάφορες γενεές, [[ιδίως]] [[μεταξύ]] νέων και ηλικιωμένων<br />β) «[[χάσμα]] νόμου»<br /><b>(νομ.)</b> [[έλλειψη]] κανόνα δικαίου για την [[επίλυση]] συγκεκριμένης περίπτωσης<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(για [[θηρίο]]) ορθάνοιχτο [[στόμα]] («[[λέων]]... [[χάσμα]] φέρων χαλεπὸν πειναλέου φάρυγγος», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] για τον ουρανό και τη [[θάλασσα]]) [[μεγάλη]], ευρεία [[έκταση]]<br /><b>2.</b> (στην ΚΔ) το [[μεταξύ]] της Κολάσεως και του Παραδείσου χαώδες [[διάστημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>χασ</i>- του [[χάσκω]] / [[χαίνω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μα</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πλάσ</i>-<i>μα</i>)].
|mltxt=-ατος, το, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[ρήγμα]] γης, [[βάραθρο]] (α. «το [[χάσμα]] π' άνοιξ' ο [[σεισμός]] κι [[ευθύς]] εγιόμισ' [[άνθη]]», <b>Σολωμ.</b><br />β. «υποθαλάσσιο [[χάσμα]]» γ. «Ταρτάρου γὰρ ὤφελεν ἐλθεῑν Κιθαιρὼν εἰς ἄβυσσα χάσματα», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κάθε]] ευρύ [[άνοιγμα]] (α. «η [[πληγή]] του παρουσίαζε μεγάλο [[χάσμα]]» β. «[[χάσμα]] πυλάων», Οππ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βοτ.</b> παρεγχυματική [[περιοχή]] στη [[στήλη]], [[δηλαδή]] στο αγωγό [[σύστημα]] του βλαστού, πολλών τραχεοφύτων, η οποία βρίσκεται [[αμέσως]] [[πάνω]] από το [[ίχνος]] του φύλλου<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[κάθε]] [[κενό]] που οφείλεται σε [[διακοπή]] συνέχειας («παρουσιάζει [[σοβαρά]] χάσματα στη [[σκέψη]] του»)<br />β) (συν. σχετικά με γραπτό [[κείμενο]]) σκοτεινό ή ασαφές [[σημείο]] («η έκθεσή του έχει [[σημαντικά]] χάσματα στην [[ανάλυση]] τών επιχειρημάτων του»)<br />γ) [[απόσταση]], [[διάστημα]], [[διαφορά]] («[[είναι]] εμφανές το πολιτιστικό [[χάσμα]] επαρχιών και πρωτεύουσας»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[χάσμα]] γενεών» — [[μεγάλη]] [[διαφορά]] αντιλήψεων, πεποιθήσεων και, γενικά, κοσμοθεωρίας [[ανάμεσα]] στις διάφορες γενεές, [[ιδίως]] [[μεταξύ]] νέων και ηλικιωμένων<br />β) «[[χάσμα]] νόμου»<br /><b>(νομ.)</b> [[έλλειψη]] κανόνα δικαίου για την [[επίλυση]] συγκεκριμένης περίπτωσης<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(για [[θηρίο]]) ορθάνοιχτο [[στόμα]] («[[λέων]]... [[χάσμα]] φέρων χαλεπὸν πειναλέου φάρυγγος», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] για τον ουρανό και τη [[θάλασσα]]) [[μεγάλη]], ευρεία [[έκταση]]<br /><b>2.</b> (στην ΚΔ) το [[μεταξύ]] της Κολάσεως και του Παραδείσου χαώδες [[διάστημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>χασ</i>- του [[χάσκω]] / [[χαίνω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μα</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πλάσ</i>-<i>μα</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''χάσμα:''' -ατος, τό,<br /><b class="num">I.</b> [[χάσμα]] κοίλο, [[ρήγμα]], [[χάραγμα]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· λέγεται για τον Τάρταρο, σε Ησίοδ., Ευρ., Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> = [[χάσμημα]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> γενικά, [[κάθε]] [[μεγάλη]] [[έκταση]], [[χάσμα]] πελάγεος τὸ δὴ Αἰγαῖον καλέεται, σε Ηρόδ.
}}
}}