Anonymous

φιλοπροσήγορος: Difference between revisions

From LSJ
6
(45)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />[[ευπροσήγορος]], [[προσηνής]], [[καταδεκτικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>φιλοπροσηγόρως</i> Α<br />με [[φιλοπροσηγορία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[προσήγορος]] «αυτός που προσαγορεύει, που προσφωνεί κάποιον»].
|mltxt=-ον, Α<br />[[ευπροσήγορος]], [[προσηνής]], [[καταδεκτικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>φιλοπροσηγόρως</i> Α<br />με [[φιλοπροσηγορία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[προσήγορος]] «αυτός που προσαγορεύει, που προσφωνεί κάποιον»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φῐλοπροσήγορος:''' -ον, αυτός που προσφωνεί εύκολα, [[καταδεκτικός]], [[φιλοφρονητικός]], σε Ισοκρ.
}}
}}