Anonymous

παρεισπίπτω: Difference between revisions

From LSJ
5
(31)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[εισπίπτω]]<br /><b>1.</b> [[εισπίπτω]], [[εισορμώ]] [[κρυφά]] ή με δόλο<br /><b>2.</b> βρίσκομαι τυχαία στον δρόμο κάποιου.
|mltxt=Α [[εισπίπτω]]<br /><b>1.</b> [[εισπίπτω]], [[εισορμώ]] [[κρυφά]] ή με δόλο<br /><b>2.</b> βρίσκομαι τυχαία στον δρόμο κάποιου.
}}
{{lsm
|lsmtext='''παρεισπίπτω:''' αόρ. βʹ <i>-εισέπεσον</i>, [[εισέρχομαι]] [[πλαγίως]], [[μπαίνω]] [[κρυφά]], σε Πολύβ.
}}
}}