3,277,357
edits
(12) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐξεταστικός]], -ή, -όν) [[εξεταστής]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[εξέταση]], ο [[ικανός]] να εξετάζει («εξεταστική [[επιτροπή]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[κατάλληλος]] ν' αναζητεί την [[αλήθεια]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐξεταστικόν</i><br />[[αμοιβή]] εξεταστή, [[εξέταστρα]]. | |mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐξεταστικός]], -ή, -όν) [[εξεταστής]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[εξέταση]], ο [[ικανός]] να εξετάζει («εξεταστική [[επιτροπή]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[κατάλληλος]] ν' αναζητεί την [[αλήθεια]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐξεταστικόν</i><br />[[αμοιβή]] εξεταστή, [[εξέταστρα]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐξεταστικός:''' -ή, -όν ([[ἐξετάζω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[ικανός]], [[αρμόδιος]] να εξετάζει, <i>τινος</i>, σε Ξεν.· απόλ., [[ερευνητικός]], στον ίδ.· επίρρ. -[[κῶς]], σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> <i>ἐξ</i>. (ενν. [[ἀργύριον]]), <i>τό</i>, ο [[μισθός]] ενός <i>ἐξεταστοῦ</i>, στον ίδ. | |||
}} | }} |