Anonymous

διασκηνάω: Difference between revisions

From LSJ
4
(Bailly1_2)
(4)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>c.</i> [[διασκηνέω]].
|btext=-ῶ :<br /><i>c.</i> [[διασκηνέω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''διασκηνάω:''' ή -έω, μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> διασκορπίζομαι [[ολόγυρα]] και εγκαθίσταμαι σε σκηνές (<i>σκηναί</i>), [[κατασκηνώνω]], [[καταλύω]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[αποχωρώ]] από τη [[σκηνή]] του συντρόφου, στον ίδ.
}}
}}