Anonymous

ἐνδρομίς: Difference between revisions

From LSJ
4
(12)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἐνδρομίς]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> υψηλό [[υπόδημα]], [[μπότα]] τών αξιωματικών του ιππικού<br /><b>2.</b> λεπιδόπτερο ημερόβιο [[έντομο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[υπόδημα]] τών κυνηγών<br /><b>2.</b> [[βαρύς]] [[επενδύτης]] για να μην κρυολογήσουν ([[συνήθως]] οι αθλητές) ενώ ήταν ιδρωμένοι<br /><b>3.</b> <b>ως επίθ.</b> [[κατάλληλος]] για δρόμο («ἐνδρομίδες ἀσπίδες»).
|mltxt=η (Α [[ἐνδρομίς]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> υψηλό [[υπόδημα]], [[μπότα]] τών αξιωματικών του ιππικού<br /><b>2.</b> λεπιδόπτερο ημερόβιο [[έντομο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[υπόδημα]] τών κυνηγών<br /><b>2.</b> [[βαρύς]] [[επενδύτης]] για να μην κρυολογήσουν ([[συνήθως]] οι αθλητές) ενώ ήταν ιδρωμένοι<br /><b>3.</b> <b>ως επίθ.</b> [[κατάλληλος]] για δρόμο («ἐνδρομίδες ἀσπίδες»).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐνδρομίς:''' -[[ίδος]], ἡ ([[δρόμος]]),·<br /><b class="num">I.</b> ψηλό [[παπούτσι]], που φορούσε η Άρτεμη, σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> [[βαρύ]] [[πανωφόρι]] που φοριόταν από τους ιδρωμένους δρομείς [[μετά]] τον αγώνα, σε Juven.
}}
}}