Anonymous

σιδηρίτης: Difference between revisions

From LSJ
6
(37)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ, και δωρ. τ. σιδαρίτας, και θηλ. τ. σιδηρῑτις, -ίτιδος, Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(ορυκτ.)</b> πολύ διαδεδομένο ανθρακικό [[ορυκτό]] του σιδήρου, που αποτελεί [[μετάλλευμα]] του σιδήρου, αλλ. [[χαλυβίτης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο κατασκευασμένος από σίδηρο<br /><b>2.</b> αυτός που διεξάγεται με σίδηρο («σιδαρίταν ἐπαινῆσαι πόλεμον», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[είδος]] πολύτιμου λίθου το οποίο χρησίμευε και ως [[αντίδοτο]] στο [[δάγκωμα]] φιδιού<br /><b>3.</b> <b>το θηλ.</b> <i>σιδηρῑτις</i><br />α) (με ή [[χωρίς]] την λ. [[λίθος]]) ο [[φυσικός]] [[μαγνήτης]]<br />β) διάφορα ποώδη και θαμνώδη φυτά, όπως το [[φυτό]] [[ποτήριον]]. η [[ελξίνη]], η [[χαμαίπιτυς]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «σιδηρῑτις τέχνα»<br />(στον Εύπ.) η [[τέχνη]] κατεργασίας του σιδήρου, η [[σιδηρουργία]], ή η πολεμική [[τέχνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σίδηρος]] / [[σίδαρος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]] (<b>πρβλ.</b> <i>ἀνθρακ</i>-[[ίτης]])].
|mltxt=ο, ΝΑ, και δωρ. τ. σιδαρίτας, και θηλ. τ. σιδηρῑτις, -ίτιδος, Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(ορυκτ.)</b> πολύ διαδεδομένο ανθρακικό [[ορυκτό]] του σιδήρου, που αποτελεί [[μετάλλευμα]] του σιδήρου, αλλ. [[χαλυβίτης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο κατασκευασμένος από σίδηρο<br /><b>2.</b> αυτός που διεξάγεται με σίδηρο («σιδαρίταν ἐπαινῆσαι πόλεμον», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[είδος]] πολύτιμου λίθου το οποίο χρησίμευε και ως [[αντίδοτο]] στο [[δάγκωμα]] φιδιού<br /><b>3.</b> <b>το θηλ.</b> <i>σιδηρῑτις</i><br />α) (με ή [[χωρίς]] την λ. [[λίθος]]) ο [[φυσικός]] [[μαγνήτης]]<br />β) διάφορα ποώδη και θαμνώδη φυτά, όπως το [[φυτό]] [[ποτήριον]]. η [[ελξίνη]], η [[χαμαίπιτυς]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «σιδηρῑτις τέχνα»<br />(στον Εύπ.) η [[τέχνη]] κατεργασίας του σιδήρου, η [[σιδηρουργία]], ή η πολεμική [[τέχνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σίδηρος]] / [[σίδαρος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]] (<b>πρβλ.</b> <i>ἀνθρακ</i>-[[ίτης]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σῐδηρίτης:''' [ῑ], -ου, ὁ, θηλ. -ῖτις, <i>-ιδος</i>· Δωρ. σιδᾱρίτας, <i>-α</i>, <i>-ο</i>,<br /><b class="num">1.</b> κατασκευασμένος από σίδηρο· [[σιδηρίτης]] [[πόλεμος]], ο [[πόλεμος]] δια σιδήρου, δηλ. με σιδερένα όπλα, σε Πίνδ.<br /><b class="num">2.</b> ἡ [[σιδηρῖτις]] [[λίθος]], [[βράχος]] που έχει ρινίσματα σιδήρου, που περιέχει [[μετάλλευμα]] σιδήρου, σε Στράβ.
}}
}}