Anonymous

συγκινδυνεύω: Difference between revisions

From LSJ
6
(39)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΑ, και αττ. τ. ξυγκινδυνεύω Α<br /><b>1.</b> [[κινδυνεύω]] [[μαζί]] με κάποιον<br /><b>2.</b> [[αγωνίζομαι]] [[μαζί]] με άλλον, [[πολεμώ]] [[μαζί]] με κάποιον («συγκινδυνεύωμεν καὶ μετέχωμεν τοῡ ψόγου», <b>Πλάτ.</b>).
|mltxt=ΝΑ, και αττ. τ. ξυγκινδυνεύω Α<br /><b>1.</b> [[κινδυνεύω]] [[μαζί]] με κάποιον<br /><b>2.</b> [[αγωνίζομαι]] [[μαζί]] με άλλον, [[πολεμώ]] [[μαζί]] με κάποιον («συγκινδυνεύωμεν καὶ μετέχωμεν τοῡ ψόγου», <b>Πλάτ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''συγκινδῡνεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[διατρέχω]] κίνδυνο από κοινού με κάποιον, <i>τινί</i>, σε Θουκ. κ.λπ.· απόλ., [[συμμετέχω]] στον κίνδυνο, [[κινδυνεύω]], [[πολεμώ]] μαζί με, σε Ξεν., Δημ. κ.λπ.
}}
}}