Anonymous

δράκαινα: Difference between revisions

From LSJ
4
(9)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[δράκαινα]])<br /><b>1.</b> θηλ. του [[δράκος]], η [[γυναίκα]] του δράκου, η [[λάμια]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> [[είδος]] ψαριού, [[ιχθύς]] ο [[τραχίνος]], το [[δρακόνι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> πολύ σκληρή [[γυναίκα]]<br /><b>2.</b> <b>ζωολ.</b> [[είδος]] [[μεγάλης]] σαύρας της οικογένειας τών τεγιιδών<br /><b>3.</b> <b>βοτ.</b> [[είδος]] ποωδών [[φυτών]] της οικογένειας τών λειριοειδών<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] μαστιγίου.
|mltxt=η (AM [[δράκαινα]])<br /><b>1.</b> θηλ. του [[δράκος]], η [[γυναίκα]] του δράκου, η [[λάμια]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> [[είδος]] ψαριού, [[ιχθύς]] ο [[τραχίνος]], το [[δρακόνι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> πολύ σκληρή [[γυναίκα]]<br /><b>2.</b> <b>ζωολ.</b> [[είδος]] [[μεγάλης]] σαύρας της οικογένειας τών τεγιιδών<br /><b>3.</b> <b>βοτ.</b> [[είδος]] ποωδών [[φυτών]] της οικογένειας τών λειριοειδών<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] μαστιγίου.
}}
{{lsm
|lsmtext='''δράκαινα:''' -ης, ἡ, θηλ. του [[δράκων]] (πρβλ. [[Λάκαινα]]), [[δράκαινα]], σε Ομηρ. Ύμν., Αισχύλ., Ευρ.
}}
}}