Anonymous

ἔφυδρος: Difference between revisions

From LSJ
4
(15)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἔφυδρος]], -ον, Α ιων. τ. [[ἔπυδρος]], -ον)<br />[[υγρός]], [[βροχερός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τον δυτικό άνεμο) [[νοτερός]], αυτός που φέρνει [[βροχή]] («αὐτὰρ ἄη [[Ζέφυρος]] [[μέγας]] αἰὲν [[ἔφυδρος]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει άφθονο [[νερό]] («μελάγγαιός τε γάρ ἐστι καὶ [[ἔπυδρος]] πίδαξι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[υδρόβιος]], αυτός που ζει [[πάνω]] ή [[μέσα]] στο [[νερό]] («ὁρᾷς γάρ που τὰς νήττας ὡς ἔφυδροι διολισθαίνουσι», Φιλόστρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>υδρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὕδωρ]])].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἔφυδρος]], -ον, Α ιων. τ. [[ἔπυδρος]], -ον)<br />[[υγρός]], [[βροχερός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τον δυτικό άνεμο) [[νοτερός]], αυτός που φέρνει [[βροχή]] («αὐτὰρ ἄη [[Ζέφυρος]] [[μέγας]] αἰὲν [[ἔφυδρος]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει άφθονο [[νερό]] («μελάγγαιός τε γάρ ἐστι καὶ [[ἔπυδρος]] πίδαξι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[υδρόβιος]], αυτός που ζει [[πάνω]] ή [[μέσα]] στο [[νερό]] («ὁρᾷς γάρ που τὰς νήττας ὡς ἔφυδροι διολισθαίνουσι», Φιλόστρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>υδρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὕδωρ]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἔφυδρος:''' Ιων. ἔπ-, -ον ([[ὕδωρ]]),·<br /><b class="num">1.</b> [[υγρός]], [[νοτερός]], [[βροχερός]], λέγεται για τον δυτικό άνεμο, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> ο [[καλά]] αρδευόμενος, σε Ηρόδ.
}}
}}