Anonymous

καπηλεύω: Difference between revisions

From LSJ
5
(19)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[καπηλεύω]]) [[κάπηλος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(το μέσ.) <i>καπηλεύομαι</i><br />α) [[κάνω]] [[εμπόριο]]<br />β) [[εκμεταλλεύομαι]] μια [[ιδέα]] ή ένα ιδεώδες για ιδιοτελή σκοπό («καπηλεύεται τα [[θεία]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[εμπόριο]]<br /><b>2.</b> πουλάω [[κάτι]]<br /><b>3.</b> [[επιζητώ]] να επωφεληθώ από [[κάτι]] («ὡς οἱ πολλοὶ καπηλεύοντες τὸν λόγον τοῡ Θεοῡ», ΚΔ)<br /><b>4.</b> [[εξευτελίζω]], [[διαφθείρω]], [[ντροπιάζω]] («ἐλθὼν δ' ἔοικεν οὐ καπηλεύσειν μάχην», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>5.</b> εμπορευόμενος [[αποκτώ]] [[κέρδος]], [[κάνω]] αισχροκερδές [[εμπόριο]] («δι' ἀψύχου βορᾱς σίτου καπήλευ'», <b>Ευρ.</b>).
|mltxt=(Α [[καπηλεύω]]) [[κάπηλος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(το μέσ.) <i>καπηλεύομαι</i><br />α) [[κάνω]] [[εμπόριο]]<br />β) [[εκμεταλλεύομαι]] μια [[ιδέα]] ή ένα ιδεώδες για ιδιοτελή σκοπό («καπηλεύεται τα [[θεία]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[εμπόριο]]<br /><b>2.</b> πουλάω [[κάτι]]<br /><b>3.</b> [[επιζητώ]] να επωφεληθώ από [[κάτι]] («ὡς οἱ πολλοὶ καπηλεύοντες τὸν λόγον τοῡ Θεοῡ», ΚΔ)<br /><b>4.</b> [[εξευτελίζω]], [[διαφθείρω]], [[ντροπιάζω]] («ἐλθὼν δ' ἔοικεν οὐ καπηλεύσειν μάχην», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>5.</b> εμπορευόμενος [[αποκτώ]] [[κέρδος]], [[κάνω]] αισχροκερδές [[εμπόριο]] («δι' ἀψύχου βορᾱς σίτου καπήλευ'», <b>Ευρ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''κᾰπηλεύω:''' μέλ. <i>-εύσω</i> ([[κάπηλος]])·<br /><b class="num">I.</b> είμαι [[μικρέμπορος]], σε Ηρόδ.· <i>δι' ἀψύχου βορᾶς σίτοις καπήλευ'</i>, [[εμπορεύομαι]], [[παζαρεύω]] [[λαχανικά]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ., [[πουλώ]] λιανική, σε Ηρόδ.· μεταφ., <i>καπηλεύειν μάχην</i>, [[εξασκώ]] την [[τέχνη]] του πολέμου, Λατ. cauponari [[bellum]], σε Αισχύλ.· <i>καπηλεύουσα τὸν βίον</i>, αυτή που παίζει παιχνίδια με την [[ζωή]], που την διαφθείρει, σε Ανθ.· <i>κ. τὸν λόγον τοῦ θεοῦ</i>, σε Καινή Διαθήκη
}}
}}