Anonymous

φίλορνις: Difference between revisions

From LSJ
6
(45)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-όρνιθος, ὁ, ἡ, Α<br /><b>1.</b> αυτός που αγαπά τα πουλιά<br /><b>2.</b> αυτός που [[είναι]] [[αγαπητός]] στα πουλιά («[[ἔνθα]] Κωρυκὶς [[πέτρα]] [[κοίλη]], [[φίλορνις]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὄρνις]], -<i>ιθος</i> «[[πουλί]], [[πετεινός]]» (<b>πρβλ.</b> <i>πολύ</i> - <i>ορνις</i>)].
|mltxt=-όρνιθος, ὁ, ἡ, Α<br /><b>1.</b> αυτός που αγαπά τα πουλιά<br /><b>2.</b> αυτός που [[είναι]] [[αγαπητός]] στα πουλιά («[[ἔνθα]] Κωρυκὶς [[πέτρα]] [[κοίλη]], [[φίλορνις]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὄρνις]], -<i>ιθος</i> «[[πουλί]], [[πετεινός]]» (<b>πρβλ.</b> <i>πολύ</i> - <i>ορνις</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φίλορνις:''' -ῖθος, ὁ, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που αγαπά τα πτηνά, σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που αγαπιέται ή γίνεται [[σημείο]] συνάντησης από τα πτηνά, σε Αισχύλ.
}}
}}