3,270,791
edits
(40) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> στενόμακρο [[κομμάτι]] διαφόρων υλικών, [[λωρίδα]], [[κορδέλα]]<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[καθετί]] που έχει τέτοιο [[σχήμα]] (α. «[[ταινία]] γης» β. «[[ταινία]] παρ' ὅλην [[σχεδόν]] τὴν Αἴγυπτον παρήκει», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>ζωολ.</b> το γνωστότερο [[γένος]] τών κεστωδών σκωλήκων της τάξης κυκλοφυλίδια, με [[πολλά]] είδη που παρασιτούν στο πεπτικό [[σύστημα]] τών θηλαστικών και, [[κατά]] το ενήλικο [[στάδιο]], στο [[έντερο]] του ανθρώπου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ανατ.</b> [[ονομασία]] που δίνεται σε διάφορα ανατομικά μορφώματα λόγω του ταινιοειδούς σχήματός τους (α. «μυϊκές ταινίες» β. «λαγονοκνημιαία [[ταινία]]»)<br /><b>2.</b> <b>κινημ.</b> α) λεπτή [[λωρίδα]] από πλαστική ύλη, επικαλυμμένη με [[στρώμα]] φωτοευαίθητου υλικού, η οποία χρησιμοποιείται για τη [[λήψη]] εικόνων από τις κινηματογραφικές μηχανές λήψης, αλλ. κινηματογραφικό [[φιλμ]]<br />β) το εμφανισμένο [[φιλμ]] που χρησιμοποιείται για την [[προβολή]] τών εικόνων με τις κινηματογραφικές μηχανές προβολής<br /><b>3.</b> <b>συνεκδ.</b> κινηματογραφικό [[έργο]]<br /><b>4.</b> [[μετροταινία]]<br /><b>5.</b> [[κόσμημα]] που απαρτίζεται από συνεχείς γραμμές<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α)»[λες και] έχει [[ταινία]]» — [[είναι]] [[αχόρταγος]], τρώει πολύ<br />β) «βωβή [[ταινία]]» <b>κινημ.</b> [[ταινία]] του βωβού κινηματογράφου<br />γ) «ομιλούσα [[ταινία]]» — κινηματογραφική [[ταινία]] που αναπαράγει τους ήχους και την [[ομιλία]]<br />δ) «[[ταινία]] μικρού μήκους»<br /><b>κινημ.</b> κινηματογραφική [[ταινία]] διάρκειας μικρότερης από 60' λεπτά<br />ε) «[[ταινία]] εσχάρας»<br /><b>ναυτ.</b> καθεμιά από τις στενόμακρες δοκούς, από τις οποίες σχηματίζεται η [[εσχάρα]] της ναυπηγικής κλίνης<br />στ) «κυανή [[ταινία]]»<br /><b>ναυτ.</b> [[τίτλος]] ταχύτητας ο [[οποίος]] απονεμόταν παλαιότερα στα μεγάλα επιβατηγά πλοία που εκτελούσαν τη [[γραμμή]] βορείου Ατλαντικού<br />ζ) «μαγνητική [[ταινία]]»<br /><b>τεχνολ.</b> πλαστική, χάρτινη, ή μεταλλική [[ταινία]] η οποία καλύπτεται με λεπτότατα διαμερισμένο μαγνητιζόμενο οξείδιο του σιδήρου και χρησιμοποιείται για την [[εγγραφή]] και [[αναπαραγωγή]] ήχου και εικόνας [[καθώς]] και στις μονάδες εξωτερικής μνήμης τών ηλεκτρονικών υπολογιστών<br />η) «μεταφορική [[ταινία]]»<br /><b>τεχνολ.</b> [[μηχανικός]] [[μεταφορέας]] αποτελούμενος από υφασμάτινο, πλαστικό, [[ελαστικό]], δερμάτινο ή μεταλλικό ιμάντα που σχηματίζει ατέρμονα βρόχο, ο [[οποίος]] κινείται μέσω μηχανοκίνητου τυμπάνου στο ένα από τα [[άκρα]] του και [[πάνω]] στον οποίο τοποθετείται το μεταφερόμενο υλικό, αλλ. [[ταινιομεταφορέας]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κορδέλα]] από ύφασμα την οποία έδεναν [[γύρω]] από το [[κεφάλι]] ως [[ένδειξη]] νίκης («[[θήσω]] δὲ νικητήριον τρεῑς ταινίας», Εύβουλ.)<br /><b>2.</b> [[λωρίδα]] από ύφασμα την οποία χρησιμοποιούσαν οι νεώτερες, [[κυρίως]], γυναίκες ως στηθόδεσμο («τὸ δὲ τῶν μαστῶν τῶν γυναικῶν [[ζῶσμα]] [[ταινία]] ὠνόμαζον ἢ [[ταινίδιον]]», <b>[[Πολυδ]].</b>)<br /><b>3.</b> [[λωρίδα]] για την [[περιβολή]] της κοιλιάς<br /><b>4.</b> [[επίδεσμος]]<br /><b>5.</b> στενή [[λωρίδα]] από [[δέρμα]]<br /><b>6.</b> <b>ναυτ.</b> ο [[επισείων]]<br /><b>7.</b> υφασμάτινη [[ταινία]], στερεωμένη στη [[λόγχη]] δόρατος<br /><b>8.</b> <b>αρχιτ.</b> [[γείσο]]<br /><b>9.</b> [[αμμώδης]] [[έξαρση]] του θαλάσσιου βυθού, [[σύρτις]]<br />(«συμβαίνει... ἐπὶ [[χίλια]] στάδια συνεστάναι ταινίαν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>10.</b> προεξέχουσα [[ζώνη]] από [[ξύλο]] (α. «ταινίαι σανίδων κυπαρίσσου ἐκ τοῡ Λιβάνου ἐλήφθησαν», ΠΔ<br />β. «τὴν ταινίαν ἐπὶ τὸν θρᾱνον τοῡ νεὼ ἐπιθέντι», <b>επιγρ.</b> Δήλου)<br /><b>11.</b> μακρύ και [[λεπτό]] [[ψάρι]], κν. γνωστό [[σήμερα]] ως [[ζαργάνα]] («ὁμοίως δὲ καὶ κεστρεῑς... καὶ ἡ καλουμένη [[ταινία]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>12.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>ἡ Ταινία</i><br />[[ονομασία]] περιοχής [[κοντά]] στη Μαρεώτιδα [[λίμνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ταινία]] συνδέεται με το ρ. [[τείνω]] και έχει προέλθει [[υστερογενώς]] με κατάλ. -<i>ία</i> (<b>πρβλ.</b> <i>αντλ</i>-<i>ία</i>, <i>κειρ</i>-<i>ία</i>) από ένα αμάρτυρο προσηγορικό <i>ταῖνα</i> (ή, κατ' άλλους, <i>ταινός</i> ή <i>ταινά</i>) σχηματισμένο από τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>tņ</i>- της ρίζας <i>ten</i>- του [[τείνω]] με [[επίθημα]] -<i>ja</i> (για ανάλογο σχηματισμό <b>πρβλ.</b> σφαῑρα). Τη λ. δανείστηκε η Λατινική (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>taenia</i>) και στη [[συνέχεια]] οι νεώτερες γλώσσες (<b>πρβλ.</b> γαλλ. <i>tenia</i>, αγγλ. <i>taenia</i>)]. | |mltxt=η, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> στενόμακρο [[κομμάτι]] διαφόρων υλικών, [[λωρίδα]], [[κορδέλα]]<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[καθετί]] που έχει τέτοιο [[σχήμα]] (α. «[[ταινία]] γης» β. «[[ταινία]] παρ' ὅλην [[σχεδόν]] τὴν Αἴγυπτον παρήκει», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>ζωολ.</b> το γνωστότερο [[γένος]] τών κεστωδών σκωλήκων της τάξης κυκλοφυλίδια, με [[πολλά]] είδη που παρασιτούν στο πεπτικό [[σύστημα]] τών θηλαστικών και, [[κατά]] το ενήλικο [[στάδιο]], στο [[έντερο]] του ανθρώπου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ανατ.</b> [[ονομασία]] που δίνεται σε διάφορα ανατομικά μορφώματα λόγω του ταινιοειδούς σχήματός τους (α. «μυϊκές ταινίες» β. «λαγονοκνημιαία [[ταινία]]»)<br /><b>2.</b> <b>κινημ.</b> α) λεπτή [[λωρίδα]] από πλαστική ύλη, επικαλυμμένη με [[στρώμα]] φωτοευαίθητου υλικού, η οποία χρησιμοποιείται για τη [[λήψη]] εικόνων από τις κινηματογραφικές μηχανές λήψης, αλλ. κινηματογραφικό [[φιλμ]]<br />β) το εμφανισμένο [[φιλμ]] που χρησιμοποιείται για την [[προβολή]] τών εικόνων με τις κινηματογραφικές μηχανές προβολής<br /><b>3.</b> <b>συνεκδ.</b> κινηματογραφικό [[έργο]]<br /><b>4.</b> [[μετροταινία]]<br /><b>5.</b> [[κόσμημα]] που απαρτίζεται από συνεχείς γραμμές<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α)»[λες και] έχει [[ταινία]]» — [[είναι]] [[αχόρταγος]], τρώει πολύ<br />β) «βωβή [[ταινία]]» <b>κινημ.</b> [[ταινία]] του βωβού κινηματογράφου<br />γ) «ομιλούσα [[ταινία]]» — κινηματογραφική [[ταινία]] που αναπαράγει τους ήχους και την [[ομιλία]]<br />δ) «[[ταινία]] μικρού μήκους»<br /><b>κινημ.</b> κινηματογραφική [[ταινία]] διάρκειας μικρότερης από 60' λεπτά<br />ε) «[[ταινία]] εσχάρας»<br /><b>ναυτ.</b> καθεμιά από τις στενόμακρες δοκούς, από τις οποίες σχηματίζεται η [[εσχάρα]] της ναυπηγικής κλίνης<br />στ) «κυανή [[ταινία]]»<br /><b>ναυτ.</b> [[τίτλος]] ταχύτητας ο [[οποίος]] απονεμόταν παλαιότερα στα μεγάλα επιβατηγά πλοία που εκτελούσαν τη [[γραμμή]] βορείου Ατλαντικού<br />ζ) «μαγνητική [[ταινία]]»<br /><b>τεχνολ.</b> πλαστική, χάρτινη, ή μεταλλική [[ταινία]] η οποία καλύπτεται με λεπτότατα διαμερισμένο μαγνητιζόμενο οξείδιο του σιδήρου και χρησιμοποιείται για την [[εγγραφή]] και [[αναπαραγωγή]] ήχου και εικόνας [[καθώς]] και στις μονάδες εξωτερικής μνήμης τών ηλεκτρονικών υπολογιστών<br />η) «μεταφορική [[ταινία]]»<br /><b>τεχνολ.</b> [[μηχανικός]] [[μεταφορέας]] αποτελούμενος από υφασμάτινο, πλαστικό, [[ελαστικό]], δερμάτινο ή μεταλλικό ιμάντα που σχηματίζει ατέρμονα βρόχο, ο [[οποίος]] κινείται μέσω μηχανοκίνητου τυμπάνου στο ένα από τα [[άκρα]] του και [[πάνω]] στον οποίο τοποθετείται το μεταφερόμενο υλικό, αλλ. [[ταινιομεταφορέας]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κορδέλα]] από ύφασμα την οποία έδεναν [[γύρω]] από το [[κεφάλι]] ως [[ένδειξη]] νίκης («[[θήσω]] δὲ νικητήριον τρεῑς ταινίας», Εύβουλ.)<br /><b>2.</b> [[λωρίδα]] από ύφασμα την οποία χρησιμοποιούσαν οι νεώτερες, [[κυρίως]], γυναίκες ως στηθόδεσμο («τὸ δὲ τῶν μαστῶν τῶν γυναικῶν [[ζῶσμα]] [[ταινία]] ὠνόμαζον ἢ [[ταινίδιον]]», <b>[[Πολυδ]].</b>)<br /><b>3.</b> [[λωρίδα]] για την [[περιβολή]] της κοιλιάς<br /><b>4.</b> [[επίδεσμος]]<br /><b>5.</b> στενή [[λωρίδα]] από [[δέρμα]]<br /><b>6.</b> <b>ναυτ.</b> ο [[επισείων]]<br /><b>7.</b> υφασμάτινη [[ταινία]], στερεωμένη στη [[λόγχη]] δόρατος<br /><b>8.</b> <b>αρχιτ.</b> [[γείσο]]<br /><b>9.</b> [[αμμώδης]] [[έξαρση]] του θαλάσσιου βυθού, [[σύρτις]]<br />(«συμβαίνει... ἐπὶ [[χίλια]] στάδια συνεστάναι ταινίαν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>10.</b> προεξέχουσα [[ζώνη]] από [[ξύλο]] (α. «ταινίαι σανίδων κυπαρίσσου ἐκ τοῡ Λιβάνου ἐλήφθησαν», ΠΔ<br />β. «τὴν ταινίαν ἐπὶ τὸν θρᾱνον τοῡ νεὼ ἐπιθέντι», <b>επιγρ.</b> Δήλου)<br /><b>11.</b> μακρύ και [[λεπτό]] [[ψάρι]], κν. γνωστό [[σήμερα]] ως [[ζαργάνα]] («ὁμοίως δὲ καὶ κεστρεῑς... καὶ ἡ καλουμένη [[ταινία]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>12.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>ἡ Ταινία</i><br />[[ονομασία]] περιοχής [[κοντά]] στη Μαρεώτιδα [[λίμνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ταινία]] συνδέεται με το ρ. [[τείνω]] και έχει προέλθει [[υστερογενώς]] με κατάλ. -<i>ία</i> (<b>πρβλ.</b> <i>αντλ</i>-<i>ία</i>, <i>κειρ</i>-<i>ία</i>) από ένα αμάρτυρο προσηγορικό <i>ταῖνα</i> (ή, κατ' άλλους, <i>ταινός</i> ή <i>ταινά</i>) σχηματισμένο από τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>tņ</i>- της ρίζας <i>ten</i>- του [[τείνω]] με [[επίθημα]] -<i>ja</i> (για ανάλογο σχηματισμό <b>πρβλ.</b> σφαῑρα). Τη λ. δανείστηκε η Λατινική (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>taenia</i>) και στη [[συνέχεια]] οι νεώτερες γλώσσες (<b>πρβλ.</b> γαλλ. <i>tenia</i>, αγγλ. <i>taenia</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ταινία:''' ἡ ([[τανύω]], [[τείνω]])·<br /><b class="num">I.</b> ύφασμα από [[λινάρι]] ή [[μαλλί]], [[λωρίδα]] υφάσματος, [[κορδέλα]], [[κυρίως]] ο [[κεφαλόδεσμος]], η [[κορδέλα]] που φοριέται ως [[σημάδι]] νίκης, σε Ξεν., Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[λωρίδα]] ή «[[γλώσσα]]» γης, σε Πλούτ. κ.λπ. | |||
}} | }} |