Anonymous

κακόσιτος: Difference between revisions

From LSJ
5
(18)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο<br />(Α [[κακόσιτος]], -ον)<br />αυτός που υποσιτίζεται, που δεν τρέφεται καλά, [[κακοθρεμμένος]], [[ισχνός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δύσκολος]] στο [[φαγητό]], αυτός που δεν έχει όρεξη για [[τροφή]], ανόρεχτος<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που δύσκολα ευχαριστιέται με [[κάτι]], [[δύσκολος]], [[απαιτητικός]] («πρὸς τὴν Κύπριν οὐ [[κακόσιτος]]», επίγρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σιτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σίτος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μετριό</i>-<i>σιτος</i>, <i>φιλό</i>-<i>σιτος</i>].
|mltxt=-η, -ο<br />(Α [[κακόσιτος]], -ον)<br />αυτός που υποσιτίζεται, που δεν τρέφεται καλά, [[κακοθρεμμένος]], [[ισχνός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δύσκολος]] στο [[φαγητό]], αυτός που δεν έχει όρεξη για [[τροφή]], ανόρεχτος<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που δύσκολα ευχαριστιέται με [[κάτι]], [[δύσκολος]], [[απαιτητικός]] («πρὸς τὴν Κύπριν οὐ [[κακόσιτος]]», επίγρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σιτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σίτος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μετριό</i>-<i>σιτος</i>, <i>φιλό</i>-<i>σιτος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κᾰκόσῑτος:''' -ον, [[δύσκολος]] ως προς την [[τροφή]], δηλ. αυτός που δεν έχει όρεξη, δυσκολοϊκανοποίητος, σε Πλάτ.
}}
}}