Anonymous

προαρπάζω: Difference between revisions

From LSJ
6
(34)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />[[αρπάζω]] [[κάτι]] [[προηγουμένως]].
|mltxt=Α<br />[[αρπάζω]] [[κάτι]] [[προηγουμένως]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προαρπάζω:''' μέλ. <i>-σω</i> και <i>-ξω</i>, [[αρπάζω]] από [[πριν]], σε Λουκ.· μεταφ., [[προαρπάζω]] τὸ λεγόμενον, [[προλαμβάνω]] τα συμπεράσματα των άλλων, [[προτρέχω]] βιαστικά, σε Πλάτ.
}}
}}