Anonymous

δυσλόγιστος: Difference between revisions

From LSJ
4
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δυσλόγιστος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δύσκολα υπολογίζεται ή εξακριβώνεται<br /><b>2.</b> [[δυσνόητος]]<br /><b>3.</b> <b>ενεργ.</b> [[κακός]] στους υπολογισμούς του.
|mltxt=[[δυσλόγιστος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δύσκολα υπολογίζεται ή εξακριβώνεται<br /><b>2.</b> [[δυσνόητος]]<br /><b>3.</b> <b>ενεργ.</b> [[κακός]] στους υπολογισμούς του.
}}
{{lsm
|lsmtext='''δυσλόγιστος:''' -ον ([[λογίζομαι]]), μη υπολογισμένος σωστά, σε Σοφ.
}}
}}