Anonymous

διαφαύσκω: Difference between revisions

From LSJ
4
(9)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Μ διαφάω και Α [[διαφώσκω]] και διαφαύω)<br />[[διαφαίνομαι]], [[φέγγω]], [[χαράζω]].
|mltxt=(Μ διαφάω και Α [[διαφώσκω]] και διαφαύω)<br />[[διαφαίνομαι]], [[φέγγω]], [[χαράζω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''διαφαύσκω:''' Ιων. -[[φώσκω]] ([[φάος]], [[φῶς]]), μόνο στον ενεστ.,· [[ρίχνω]] φως [[κατευθείαν]] μέσα σε, [[ξημερώνω]], [[ανατέλλω]], σε Ηρόδ.
}}
}}