Anonymous

ἐπιτερπής: Difference between revisions

From LSJ
4
(14)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπιτερπής]], -ές (Α) [[επιτέρπομαι]]<br /><b>1.</b> [[ευχάριστος]], [[τερπνός]], που παρέχει [[τέρψη]] («ἃ καὶ λόγῳ ἀκούειν οὐκ ἐπιτερπές», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που η θέα του προκαλεί [[ευχαρίστηση]] («πρόσοψιν ἐπιτερπῆ», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>3.</b> ο [[έκδοτος]] στις ηδονές. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐπιτερπῶς</i> (Α)<br />τερπνά, ευχάριστα.
|mltxt=[[ἐπιτερπής]], -ές (Α) [[επιτέρπομαι]]<br /><b>1.</b> [[ευχάριστος]], [[τερπνός]], που παρέχει [[τέρψη]] («ἃ καὶ λόγῳ ἀκούειν οὐκ ἐπιτερπές», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που η θέα του προκαλεί [[ευχαρίστηση]] («πρόσοψιν ἐπιτερπῆ», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>3.</b> ο [[έκδοτος]] στις ηδονές. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐπιτερπῶς</i> (Α)<br />τερπνά, ευχάριστα.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιτερπής:''' -ές ([[τέρπω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[ευχάριστος]], [[γοητευτικός]], [[θελκτικός]], σε Ομηρ. Ύμν., Πλούτ.· επίρρ. -[[πῶς]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> αφοσιωμένος στις ηδονές, παραδομένος στις απολαύσεις, στον ίδ.
}}
}}