Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἡδυπάθεια: Difference between revisions

From LSJ
4
(16)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἡδυπάθεια]]) [[ηδυπαθής]]<br />[[απόλαυση]], [[διασκέδαση]], ευχάριστη ζωή<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ηδονική ζωή, [[φιληδονία]], [[τάση]] και [[ροπή]] [[προς]] τις σαρκικές απολαύσεις<br /><b>2.</b> [[νωχέλεια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως κύρ. όν.</b> <i>Ἡδυπάθεια</i><br />[[τίτλος]] έργου του Αρχεστράτου<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ ἡδυπάθειαι</i><br />οι λιχουδιές, τα πικάντικα φαγητά.
|mltxt=η (AM [[ἡδυπάθεια]]) [[ηδυπαθής]]<br />[[απόλαυση]], [[διασκέδαση]], ευχάριστη ζωή<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ηδονική ζωή, [[φιληδονία]], [[τάση]] και [[ροπή]] [[προς]] τις σαρκικές απολαύσεις<br /><b>2.</b> [[νωχέλεια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως κύρ. όν.</b> <i>Ἡδυπάθεια</i><br />[[τίτλος]] έργου του Αρχεστράτου<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ ἡδυπάθειαι</i><br />οι λιχουδιές, τα πικάντικα φαγητά.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἡδυπάθεια:''' ἡ ([[ἡδυπαθής]]), ευάρεστη [[ζωή]], [[απόλαυση]], [[τρυφή]], [[πολυτέλεια]], σε Ξεν.
}}
}}