3,277,700
edits
(18) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἱππομύρμηξ]], -ηκος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> μεγάλο [[μυρμήγκι]], αλογομύρμηγκας («ἐν Σικελίᾳ ίππομύρμηκες οὐκ εἰσίν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>ἱππομύρμηκες</i><br />ιππικό από μυρμήγκια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[μύρμηξ]]. | |mltxt=[[ἱππομύρμηξ]], -ηκος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> μεγάλο [[μυρμήγκι]], αλογομύρμηγκας («ἐν Σικελίᾳ ίππομύρμηκες οὐκ εἰσίν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>ἱππομύρμηκες</i><br />ιππικό από μυρμήγκια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[μύρμηξ]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἱππομύρμηξ:''' ὁ, αλογομέρμηγκας· στον πληθ., ιππικό αποτελούμενο από μυρμήγκια, σε Λουκ. | |||
}} | }} |