Anonymous

ἔπταξαν: Difference between revisions

From LSJ
4
(6_6)
 
(4)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔπταξαν''': Δωρ. ἀντὶ ἔπτηξαν, γ΄ πληθ. ἀορ. α΄ τοῦ [[πτήσσω]].
|lstext='''ἔπταξαν''': Δωρ. ἀντὶ ἔπτηξαν, γ΄ πληθ. ἀορ. α΄ τοῦ [[πτήσσω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἔπταξαν:''' Δωρ. αντί <i>ἔπτηξαν</i>, γʹ πληθ. αορ. αʹ του [[πτήσσω]].
}}
}}