Anonymous

παραγεύω: Difference between revisions

From LSJ
5
(30)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[συντελώ]] ώστε να δοκιμάσει, να γευθεί [[κανείς]] [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[παραγεύω]] φρονήματος» — [[εμπνέω]] ελάχιστο [[φρόνημα]], ελάχιστο [[κουράγιο]]<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>παραγεύομαι</i><br />[[δοκιμάζω]] [[ελαφρώς]] [[κάτι]], [[μόλις]] που [[γεύομαι]].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[συντελώ]] ώστε να δοκιμάσει, να γευθεί [[κανείς]] [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[παραγεύω]] φρονήματος» — [[εμπνέω]] ελάχιστο [[φρόνημα]], ελάχιστο [[κουράγιο]]<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>παραγεύομαι</i><br />[[δοκιμάζω]] [[ελαφρώς]] [[κάτι]], [[μόλις]] που [[γεύομαι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''παραγεύω:''' [[δίνω]] μόνο τη [[γεύση]] ενός πράγματος, <i>τινός</i>, σε Πλούτ.
}}
}}