ἐκτανύω: Difference between revisions

4
(11)
(4)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐκτανύω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[εκτείνω]], [[απλώνω]], [[ξαπλώνω]] («ὁ δ' [[ὕπτιος]] ἐξετανύσθη» — ξαπλώθηκε [[ανάσκελα]], Ιλ. Η)<br /><b>2.</b> [[τεντώνω]], [[εκτείνω]], [[τανύζω]]<br /><b>3.</b> [[επεκτείνω]].
|mltxt=[[ἐκτανύω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[εκτείνω]], [[απλώνω]], [[ξαπλώνω]] («ὁ δ' [[ὕπτιος]] ἐξετανύσθη» — ξαπλώθηκε [[ανάσκελα]], Ιλ. Η)<br /><b>2.</b> [[τεντώνω]], [[εκτείνω]], [[τανύζω]]<br /><b>3.</b> [[επεκτείνω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐκτᾰνύω:''' μέλ. <i>-ύσω</i>, Επικ. αόρ. αʹ <i>ἐξετάνυσσα</i>·<br /><b class="num">1.</b> = [[ἐκτείνω]]· [[εκτείνω]], [[απλώνω]] (πάνω στο [[έδαφος]]), [[ξαπλώνω]], [[ρίχνω]] [[κάτω]] (με [[χτύπημα]]), [[ξαπλώνω]] χάμω, σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., είμαι [[τεντωμένος]], <i>ἐξετανύσθη</i>, στο ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[τεντώνω]] [[σφιχτά]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}