Anonymous

καταμβλύνω: Difference between revisions

From LSJ
5
(19)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καταμβλύνω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] απολύτως αμβλύ ή ασθενές, [[στομώνω]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[επιφέρω]] [[κατάπτωση]] τών δυνάμεων, [[προκαλώ]] [[αθυμία]].
|mltxt=[[καταμβλύνω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] απολύτως αμβλύ ή ασθενές, [[στομώνω]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[επιφέρω]] [[κατάπτωση]] τών δυνάμεων, [[προκαλώ]] [[αθυμία]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''καταμβλύνω:''' [ῡ], [[αμβλύνω]] ή [[εξασθενίζω]], [[αποδυναμώνω]], σε Σοφ.· Παθ. αορ. αʹ <i>κατημβλύνθην</i>, σε Ανθ.
}}
}}