Anonymous

χοηφόρος: Difference between revisions

From LSJ
6
(46)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο / [[χοηφόρος]], -ον, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που τελεί νεκρική [[σπονδή]]<br /><b>2.</b> (<b>το θηλ. πληθ. ως κύριο όν.</b>) <i>Χοηφόροι</i><br />[[τίτλος]] τραγωδίας του Αισχύλου, το β' [[μέρος]] της τριλογίας [[Ορέστεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χοή</i> <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]].
|mltxt=-ο / [[χοηφόρος]], -ον, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που τελεί νεκρική [[σπονδή]]<br /><b>2.</b> (<b>το θηλ. πληθ. ως κύριο όν.</b>) <i>Χοηφόροι</i><br />[[τίτλος]] τραγωδίας του Αισχύλου, το β' [[μέρος]] της τριλογίας [[Ορέστεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χοή</i> <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''χοηφόρος:''' ([[φέρω]]), αυτός που προσφέρει [[χοάς]] στους νεκρούς· <i>Χοηφόροι</i>, [[τραγωδία]] του Αισχύλου, στην οποία ο Χορός προσφέρει χοές στη [[σκιά]] του Αγαμέμνονα.
}}
}}