Anonymous

διφθέρα: Difference between revisions

From LSJ
4
(9)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[διφθέρα]])<br /><b>1.</b> [[δέρμα]] κατεργασμένο<br /><b>2.</b> κατεργασμένο [[δέρμα]] που χρησιμοποιείται για [[γραφή]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «ἀπὸ διφθέρας ἀναγινώσκειν»<br />(για τους κληρικούς) [[προτροπή]] να διαβάζουν τις ευχές και να ψάλλουν κοιτάζοντας το [[κείμενο]] [[προς]] [[αποφυγή]] σφαλμάτων και παραλείψεων<br /><b>νεοελλ.</b><br />λεπιδόπτερο της οικογένειας τών νυκτιιδών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[οτιδήποτε]] φτιαγμένο από κατεργασμένο [[δέρμα]]<br /><b>2.</b> [[δέρμα]] κατσίκας σε [[αντίθεση]] με τη [[μηλωτή]] ([[δέρμα]] προβάτου)<br /><b>3.</b> [[επενδύτης]], [[κάπα]]<br /><b>4.</b> [[σάκος]] [[δερμάτινος]]<br /><b>5.</b> <b>στον πληθ.</b> δέρματα που χρησίμευαν ως σκηνές<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «διφθέραι χαλκαῑ» — χάλκινες δέλτοι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[διφθέρα]] συνδέθηκε με τα [[δέψω]], [[δέφω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>διψτέρα</i>) με [[κώφωση]] του -<i>ε</i>- σε -<i>ι</i>-. Δεν [[είναι]] [[γνωστός]] ο [[σχηματισμός]] της λέξεως. Πιθανό να πρόκειται για παρεκτεταμένο τ. σε -<i>ᾱ</i>- ενός ουδετέρου σε -(τ)<i>αρ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[ίκταρ]], [[νέκταρ]] <b>κ.ά.</b>) [[κατά]] το [[ημέρα]], [[ήμαρ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[διφθερίας]], [[διφθέρινος]], [[διφθερίς]], <i>διφθερίτις</i>, [[διφθερούμαι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[διφθεροπώλης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[διφθεροποιός]]].
|mltxt=η (AM [[διφθέρα]])<br /><b>1.</b> [[δέρμα]] κατεργασμένο<br /><b>2.</b> κατεργασμένο [[δέρμα]] που χρησιμοποιείται για [[γραφή]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «ἀπὸ διφθέρας ἀναγινώσκειν»<br />(για τους κληρικούς) [[προτροπή]] να διαβάζουν τις ευχές και να ψάλλουν κοιτάζοντας το [[κείμενο]] [[προς]] [[αποφυγή]] σφαλμάτων και παραλείψεων<br /><b>νεοελλ.</b><br />λεπιδόπτερο της οικογένειας τών νυκτιιδών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[οτιδήποτε]] φτιαγμένο από κατεργασμένο [[δέρμα]]<br /><b>2.</b> [[δέρμα]] κατσίκας σε [[αντίθεση]] με τη [[μηλωτή]] ([[δέρμα]] προβάτου)<br /><b>3.</b> [[επενδύτης]], [[κάπα]]<br /><b>4.</b> [[σάκος]] [[δερμάτινος]]<br /><b>5.</b> <b>στον πληθ.</b> δέρματα που χρησίμευαν ως σκηνές<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «διφθέραι χαλκαῑ» — χάλκινες δέλτοι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[διφθέρα]] συνδέθηκε με τα [[δέψω]], [[δέφω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>διψτέρα</i>) με [[κώφωση]] του -<i>ε</i>- σε -<i>ι</i>-. Δεν [[είναι]] [[γνωστός]] ο [[σχηματισμός]] της λέξεως. Πιθανό να πρόκειται για παρεκτεταμένο τ. σε -<i>ᾱ</i>- ενός ουδετέρου σε -(τ)<i>αρ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[ίκταρ]], [[νέκταρ]] <b>κ.ά.</b>) [[κατά]] το [[ημέρα]], [[ήμαρ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[διφθερίας]], [[διφθέρινος]], [[διφθερίς]], <i>διφθερίτις</i>, [[διφθερούμαι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[διφθεροπώλης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[διφθεροποιός]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''διφθέρα:''' ἡ ([[δέφω]]),·<br /><b class="num">I.</b> κατεργασμένο [[δέρμα]], βαμμένο [[πετσί]], [[κομμάτι]] δέρματος, σε Ηρόδ.· αντίθ. προς το [[δέρρις]] (ακατέργαστο και με τις [[τρίχες]] [[δέρμα]]), σε Θουκ.· οι <i>διφθέραι</i> χρησιμοποιούνταν ως γραφική ύλη στα αρχ. χρόνια, [[πριν]] εμφανισθεί ο [[πάπυρος]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> δερμάτινο [[ιμάτιο]] όπως αυτό που φορούσαν οι χωρικοί, σε Αριστοφ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[πορτοφόλι]], [[τσάντα]], σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> στον πληθ., δέρματα που χρησιμοποιούνταν ως σκηνές, στον ίδ.
}}
}}