Anonymous

περιτρέχω: Difference between revisions

From LSJ
6
(32)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[τρέχω]], περιστρέφομαι [[γρήγορα]] [[γύρω]] από [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[τρέχω]] [[προς]] όλες τις κατευθύνσεις, [[τρέχω]] εδώ κι [[εκεί]]<br /><b>3.</b> διαδίδομαι [[παντού]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> τρέχοντας [[περικυκλώνω]] («τὸν δὲ βληθέντα περιέδραμεν [[ὅμιλος]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για τον Ωκεανό) [[περιζώνω]], [[περιβρέχω]]<br /><b>3.</b> [[περιτριγυρίζω]] με δόλο κάποιον.
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[τρέχω]], περιστρέφομαι [[γρήγορα]] [[γύρω]] από [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[τρέχω]] [[προς]] όλες τις κατευθύνσεις, [[τρέχω]] εδώ κι [[εκεί]]<br /><b>3.</b> διαδίδομαι [[παντού]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> τρέχοντας [[περικυκλώνω]] («τὸν δὲ βληθέντα περιέδραμεν [[ὅμιλος]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για τον Ωκεανό) [[περιζώνω]], [[περιβρέχω]]<br /><b>3.</b> [[περιτριγυρίζω]] με δόλο κάποιον.
}}
{{lsm
|lsmtext='''περιτρέχω:''' μέλ. <i>-θρέξομαι</i> και <i>-δρᾰμοῦμαι</i>, αόρ. βʹ <i>-έδρᾰμον</i>, παρακ. -[[δεδράμηκα]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[τρέχω]] εδώ κι [[εκεί]], [[τρέχω]] [[ολόγυρα]], σε Θέογν., Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> περιστρέφομαι, σε Πλάτ.· μεταφ., είμαι [[επίκαιρος]], στη [[μόδα]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ., [[τρέχω]] [[ολόγυρα]], σε Ηρόδ., Αριστοφ.· μεταφ., [[περικυκλώνω]], σε Αριστοφ.
}}
}}