3,260,313
edits
(37) |
(6) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> (<b>ως επίρρ.</b>) α) σιωπηλά («ἄκουε σῑγα», <b>Σοφ.</b>)<br />β) με σιγανή [[φωνή]], ψιθυριστά («σῑγα σήμαινε», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (ως επιφών.) [[σιωπή]]!<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για επίρρ. άγνωστης ετυμολ. που, [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]], αποτελεί εκφραστικό σχηματισμό από θ. <i>σι</i>- (<b>πρβλ.</b> [[σίττα]] «[[επιφώνημα]] τών βοσκών», <i>σιωπῶ</i>) και επιρρμ. κατάλ. -<i>α</i> (<b>πρβλ.</b> <i>σάφ</i>-<i>α</i>, <i>τάχ</i>-<i>α</i>). Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με τον τ. που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b> «[[ῥίγα]]<br /><i>σιώπα</i>», μέσω μιας διόρθωσης του [[ῥίγα]] σε <i>Fίγα</i>, [[οπότε]] ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>sw</i><i>ī</i>-<i>g</i>- «[[φθίνω]], [[σωπαίνω]]» (<b>πρβλ.</b> αρχ. άνω γερμ. <i>sw</i><i>ī</i><i>gen</i>, γερμ. <i>schweigen</i>, γοτθ. <i>sweiban</i>), αν και η [[εναλλαγή]] <i>sw</i>- / <i>σ</i>-παραμένει δυσερμήνευτη. Χαρακτηριστικό [[είναι]], εξάλλου, ότι [[αρχικός]] τ. [[είναι]] το επίρρ. [[σῖγα]], από το οποίο σχηματίστηκαν αφ' ενός το ρ. <i>σιγῶ</i> μέσω της προστ. [[σίγα]], αφ' ετέρου η λ. [[σιγή]] μέσω του δοτικοφανούς επιρρ. [[σιγᾷ]] / -<i>ῇ</i>]. | |mltxt=Α<br /><b>1.</b> (<b>ως επίρρ.</b>) α) σιωπηλά («ἄκουε σῑγα», <b>Σοφ.</b>)<br />β) με σιγανή [[φωνή]], ψιθυριστά («σῑγα σήμαινε», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (ως επιφών.) [[σιωπή]]!<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για επίρρ. άγνωστης ετυμολ. που, [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]], αποτελεί εκφραστικό σχηματισμό από θ. <i>σι</i>- (<b>πρβλ.</b> [[σίττα]] «[[επιφώνημα]] τών βοσκών», <i>σιωπῶ</i>) και επιρρμ. κατάλ. -<i>α</i> (<b>πρβλ.</b> <i>σάφ</i>-<i>α</i>, <i>τάχ</i>-<i>α</i>). Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με τον τ. που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b> «[[ῥίγα]]<br /><i>σιώπα</i>», μέσω μιας διόρθωσης του [[ῥίγα]] σε <i>Fίγα</i>, [[οπότε]] ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>sw</i><i>ī</i>-<i>g</i>- «[[φθίνω]], [[σωπαίνω]]» (<b>πρβλ.</b> αρχ. άνω γερμ. <i>sw</i><i>ī</i><i>gen</i>, γερμ. <i>schweigen</i>, γοτθ. <i>sweiban</i>), αν και η [[εναλλαγή]] <i>sw</i>- / <i>σ</i>-παραμένει δυσερμήνευτη. Χαρακτηριστικό [[είναι]], εξάλλου, ότι [[αρχικός]] τ. [[είναι]] το επίρρ. [[σῖγα]], από το οποίο σχηματίστηκαν αφ' ενός το ρ. <i>σιγῶ</i> μέσω της προστ. [[σίγα]], αφ' ετέρου η λ. [[σιγή]] μέσω του δοτικοφανούς επιρρ. [[σιγᾷ]] / -<i>ῇ</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σίγα:'''<b class="num">I.</b> προστ. του [[σιγάω]]. II. [[σιγά]], Δωρ. αντί [[σιγή]]. | |||
}} | }} |