Anonymous

χειμερίζω: Difference between revisions

From LSJ
6
(46)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[περνώ]] τον χειμώνα σε έναν [[τόπο]], [[ξεχειμωνιάζω]]<br /><b>2.</b> (ως τριτοπρόσ.) <i>χειμερίζει</i><br />έρχεται ο [[χειμώνας]], χειμωνιάζει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χεῖμα]] /[[χειμών]] (για τη [[μορφή]] του θ. <b>βλ. λ.</b> [[χειμώνας]])].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[περνώ]] τον χειμώνα σε έναν [[τόπο]], [[ξεχειμωνιάζω]]<br /><b>2.</b> (ως τριτοπρόσ.) <i>χειμερίζει</i><br />έρχεται ο [[χειμώνας]], χειμωνιάζει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χεῖμα]] /[[χειμών]] (για τη [[μορφή]] του θ. <b>βλ. λ.</b> [[χειμώνας]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''χειμερίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, = [[χειμάζω]] I, σε Ηρόδ.
}}
}}