Anonymous

ἐπίτροπος: Difference between revisions

From LSJ
4
(14)
(4)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, η (AM [[ἐπίτροπος]], -ον) [[επιτρέπω]]<br /><b>1.</b> αυτός που του έχει ανατεθεί η [[εκτέλεση]] μιας εντολής<br /><b>2.</b> [[εκπρόσωπος]], [[εντεταλμένος]], [[επιστάτης]], [[φροντιστής]], [[διοικητής]], [[επόπτης]]<br /><b>3.</b> [[κηδεμόνας]], [[επιμελητής]] («[[ἐπίτροπος]] ὢν Θάρυπος τοῡ βασιλέως ἔτι παιδὸς ὄντος», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που ασκεί καθήκοντα εισαγγελέα σε [[στρατοδικείο]] ή [[ναυτοδικείο]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>εκκλ.</b> αυτός που ασχολείται με τις εισπράξεις και τις δαπάνες τών ναών<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[διοικητής]], [[τοπάρχης]], αντιβασιλιάς («τοὺς ἐπιτρόπους τῆς Μέμφιος», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εκτελεστής]] διαθήκης<br /><b>3.</b> [[φύλακας]], [[προστάτης]], [[βοηθός]] («θεὸς [[ἐπίτροπος]] ἐὼν τεαῑσι μήδεται», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επιστάτης]], [[επιμελητής]], [[οικονόμος]] («ἐκήρυξε δέ παρεῑναι πάντας τοὺς ἐπιτρόπους», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[απεσταλμένος]] του Καίσαρος, [[διοικητής]] («εἰσὶ δὲ καὶ ἐπίτροποι τοῡ Καίσαρος», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>3.</b> [[επόπτης]] τών εκτελεστών της διαθήκης.
|mltxt=ο, η (AM [[ἐπίτροπος]], -ον) [[επιτρέπω]]<br /><b>1.</b> αυτός που του έχει ανατεθεί η [[εκτέλεση]] μιας εντολής<br /><b>2.</b> [[εκπρόσωπος]], [[εντεταλμένος]], [[επιστάτης]], [[φροντιστής]], [[διοικητής]], [[επόπτης]]<br /><b>3.</b> [[κηδεμόνας]], [[επιμελητής]] («[[ἐπίτροπος]] ὢν Θάρυπος τοῡ βασιλέως ἔτι παιδὸς ὄντος», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που ασκεί καθήκοντα εισαγγελέα σε [[στρατοδικείο]] ή [[ναυτοδικείο]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>εκκλ.</b> αυτός που ασχολείται με τις εισπράξεις και τις δαπάνες τών ναών<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[διοικητής]], [[τοπάρχης]], αντιβασιλιάς («τοὺς ἐπιτρόπους τῆς Μέμφιος», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εκτελεστής]] διαθήκης<br /><b>3.</b> [[φύλακας]], [[προστάτης]], [[βοηθός]] («θεὸς [[ἐπίτροπος]] ἐὼν τεαῑσι μήδεται», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επιστάτης]], [[επιμελητής]], [[οικονόμος]] («ἐκήρυξε δέ παρεῑναι πάντας τοὺς ἐπιτρόπους», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[απεσταλμένος]] του Καίσαρος, [[διοικητής]] («εἰσὶ δὲ καὶ ἐπίτροποι τοῡ Καίσαρος», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>3.</b> [[επόπτης]] τών εκτελεστών της διαθήκης.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπίτροπος:''' -ον ([[ἐπιτρέπω]]),·<br /><b class="num">1.</b> αυτός στον οποίο έχει ανατεθεί ένα [[καθήκον]], [[θεματοφύλακας]], [[διοικητής]], [[διαχειριστής]], σε Ηρόδ.· [[λειτουργός]], διευθύνων, [[αντιβασιλέας]], στον ίδ., Δημ.<br /><b class="num">2.</b> [[φρουρός]], [[προστάτης]], [[κηδεμόνας]], σε Ηρόδ., Θουκ.
}}
}}