3,277,048
edits
(16) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ζάκορος]], ὁ, ἡ (Α), ζάκορον, τὸ (Μ)<br />[[νεωκόρος]], [[υπηρέτης]] του ναού («[[ζάκορος]] θεῶν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />(<b>το ουδ.</b>) <i>ζάκορον</i><br />([[κατά]] τον Νικ. Χων.) «[[γυναικάριον]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>ζακόρος</i> θεωρείται ορθότερος από τον [[ζάκορος]]. Σύνθ. <span style="color: red;"><</span> <i>ζα</i> <span style="color: red;">+</span> -[[κόρος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>κορώ</i> «[[σκουπίζω]], [[καθαρίζω]]» <b>[[πρβλ]].</b> <i>νεω</i>-[[κόρος]], <i>σηκο</i>-[[κόρος]]). Το αντίστοιχο μυκηναϊκό <i>dakoro</i> δείχνει πως το αρχικό <i>δα</i>- ανάγεται πιθ. σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>dm</i> συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] της <i>dem</i>- «[[χτίζω]], [[κατασκευάζω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[δέμω]], [[δάπεδο]]) μια από τις σημασίες της ετεροιωμένης βαθμίδας <i>dom</i> (> [[δόμος]]) της οποίας [[είναι]] «[[ναός]]». <i>Δακόρος</i> [[λοιπόν]] [[είναι]] [[εκείνος]] που καθαρίζει, φροντίζει τον ναό, ο [[υπηρέτης]] του ναού. Αν η [[ετυμολογία]] αυτή ευσταθεί, [[τότε]] το αρχικό α' συνθετικό <i>δα</i>- αντικαταστάθηκε από το <i>ζα</i>- με την [[ίδια]] παρετυμολογική [[σύνδεση]] που δημιούργησε παράλληλο τ. <i>ζά</i>-<i>πεδον</i> στο <i>δά</i>-<i>πεδον</i>. Άλλη [[παρετυμολογία]] στους αρχαίους χρόνους συνέδεσε το <i>ζα</i>- του <i>ζα</i>-[[κόρος]] με το <i>διά</i> του <i>διά</i>-<i>κονος</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ζακορεύω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>αρχιζακόρος</i>, <i>υποζακόρος</i>. | |mltxt=[[ζάκορος]], ὁ, ἡ (Α), ζάκορον, τὸ (Μ)<br />[[νεωκόρος]], [[υπηρέτης]] του ναού («[[ζάκορος]] θεῶν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />(<b>το ουδ.</b>) <i>ζάκορον</i><br />([[κατά]] τον Νικ. Χων.) «[[γυναικάριον]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>ζακόρος</i> θεωρείται ορθότερος από τον [[ζάκορος]]. Σύνθ. <span style="color: red;"><</span> <i>ζα</i> <span style="color: red;">+</span> -[[κόρος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>κορώ</i> «[[σκουπίζω]], [[καθαρίζω]]» <b>[[πρβλ]].</b> <i>νεω</i>-[[κόρος]], <i>σηκο</i>-[[κόρος]]). Το αντίστοιχο μυκηναϊκό <i>dakoro</i> δείχνει πως το αρχικό <i>δα</i>- ανάγεται πιθ. σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>dm</i> συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] της <i>dem</i>- «[[χτίζω]], [[κατασκευάζω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[δέμω]], [[δάπεδο]]) μια από τις σημασίες της ετεροιωμένης βαθμίδας <i>dom</i> (> [[δόμος]]) της οποίας [[είναι]] «[[ναός]]». <i>Δακόρος</i> [[λοιπόν]] [[είναι]] [[εκείνος]] που καθαρίζει, φροντίζει τον ναό, ο [[υπηρέτης]] του ναού. Αν η [[ετυμολογία]] αυτή ευσταθεί, [[τότε]] το αρχικό α' συνθετικό <i>δα</i>- αντικαταστάθηκε από το <i>ζα</i>- με την [[ίδια]] παρετυμολογική [[σύνδεση]] που δημιούργησε παράλληλο τ. <i>ζά</i>-<i>πεδον</i> στο <i>δά</i>-<i>πεδον</i>. Άλλη [[παρετυμολογία]] στους αρχαίους χρόνους συνέδεσε το <i>ζα</i>- του <i>ζα</i>-[[κόρος]] με το <i>διά</i> του <i>διά</i>-<i>κονος</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ζακορεύω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>αρχιζακόρος</i>, <i>υποζακόρος</i>. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ζάκορος:''' ὁ και ἡ, [[υπηρέτης]] του ναού· πιθ. συγγενές προς το [[διάκονος]], σε Πλούτ. Σχετικά με το <i>-κορος</i>, πρβλ. νεω-[[κόρος]]. | |||
}} | }} |