Anonymous

ἐξιλάσκομαι: Difference between revisions

From LSJ
4
(12)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐξιλάσκομαι]] (AM) [[ιλάσκομαι]]<br />[[εξευμενίζω]] («ἐξιλάσασθαι τὴν ὀργὴν αὐτῶν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />[[παρεμβαίνω]] για να παρασχεθεί [[εξιλασμός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εξαγοράζω]] κάποιο [[σφάλμα]] («ἐξιλάσκων ἁμαρτίας»)<br /><b>2.</b> [[κάνω]] εξιλαστήριες προσφορές («ἵνα ἐξιλάσωμαι περὶ τῆς ἁμαρτίας ἡμῶν», ΠΔ).
|mltxt=[[ἐξιλάσκομαι]] (AM) [[ιλάσκομαι]]<br />[[εξευμενίζω]] («ἐξιλάσασθαι τὴν ὀργὴν αὐτῶν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />[[παρεμβαίνω]] για να παρασχεθεί [[εξιλασμός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εξαγοράζω]] κάποιο [[σφάλμα]] («ἐξιλάσκων ἁμαρτίας»)<br /><b>2.</b> [[κάνω]] εξιλαστήριες προσφορές («ἵνα ἐξιλάσωμαι περὶ τῆς ἁμαρτίας ἡμῶν», ΠΔ).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐξῑλάσκομαι:''' μέλ. -άσομαι [ᾰ], Επικ. <i>-άσσομαι</i>, αποθ., [[εξιλεώνω]], [[εξευμενίζω]], με Χρησμ. [[παρά]] Ηρόδ., Ξεν.
}}
}}