Anonymous

τάλαρος: Difference between revisions

From LSJ
6
(40)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ<br />πλεκτό [[καλάθι]] από κλαδιά λυγαριάς που χρησιμοποιείται για την [[αποστράγγιση]] τυριού<br /><b>νεοελλ.</b><br />ξύλινο τυροκομικό [[αγγείο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (γενικά) [[καλάθι]] («πλεκτοῑς ἐν ταλάροισι φέρον μελιηδέα καρπόν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> πλεκτό [[κλουβί]] για πουλιά<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «Μουσέων [[τάλαρος]]»<br /><b>μτφ.</b> το [[τέμενος]] τών Μουσών (Τίμων Φλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[τάλαρος]] ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>tel</i><i>ā</i>-/<i>tel</i>- «[[σηκώνω]], [[ζυγίζω]], [[μεταφέρω]], [[υπομένω]]» με συνεσταλμένα και τα δύο φωνήεντα της δισύλλαβης ρίζας (<b>βλ.</b> και λ. [[τάλας]]) και αποτελεί ουσιαστικοποιημένο τ. —με αναβιβασμό του τόνου— ενός αμάρτυρου επιθ. <i>ταλα</i>-<i>ρός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>λαγα</i>-<i>ρός</i>: <i>λαγάσαι</i>, <i>χαλα</i>-<i>ρός</i>: <i>χαλάσαι</i>). Αξιοσημείωτο [[είναι]] ότι ο τ. [[τάλαρος]] με αρχική σημ. «αυτός που σηκώνει, που μεταφέρει» διατηρεί την κυριολεκτική σημ. της ρίζας (<b>βλ.</b> και λ. [[τάλας]])].
|mltxt=ο, ΝΑ<br />πλεκτό [[καλάθι]] από κλαδιά λυγαριάς που χρησιμοποιείται για την [[αποστράγγιση]] τυριού<br /><b>νεοελλ.</b><br />ξύλινο τυροκομικό [[αγγείο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (γενικά) [[καλάθι]] («πλεκτοῑς ἐν ταλάροισι φέρον μελιηδέα καρπόν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> πλεκτό [[κλουβί]] για πουλιά<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «Μουσέων [[τάλαρος]]»<br /><b>μτφ.</b> το [[τέμενος]] τών Μουσών (Τίμων Φλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[τάλαρος]] ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>tel</i><i>ā</i>-/<i>tel</i>- «[[σηκώνω]], [[ζυγίζω]], [[μεταφέρω]], [[υπομένω]]» με συνεσταλμένα και τα δύο φωνήεντα της δισύλλαβης ρίζας (<b>βλ.</b> και λ. [[τάλας]]) και αποτελεί ουσιαστικοποιημένο τ. —με αναβιβασμό του τόνου— ενός αμάρτυρου επιθ. <i>ταλα</i>-<i>ρός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>λαγα</i>-<i>ρός</i>: <i>λαγάσαι</i>, <i>χαλα</i>-<i>ρός</i>: <i>χαλάσαι</i>). Αξιοσημείωτο [[είναι]] ότι ο τ. [[τάλαρος]] με αρχική σημ. «αυτός που σηκώνει, που μεταφέρει» διατηρεί την κυριολεκτική σημ. της ρίζας (<b>βλ.</b> και λ. [[τάλας]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τάλᾰρος:''' [τᾰ], ὁ, [[καλάθι]], Λατ. qualus, σε Ομήρ. Οδ.· πλεκτὸς [[τάλαρος]], [[καλάθι]] πλεκτό από καλάμια, στο οποίο τοποθετούσαν τα φρεσκοφτιαγμένα τυριά έτσι ώστε να στραγγίξουν, σε Όμηρ.
}}
}}