Anonymous

κατεβλακευμένως: Difference between revisions

From LSJ
5
(20)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατεβλακευμένως]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> με [[οκνηρία]], με [[ραθυμία]], [[αργά]], [[σιγά]] [[σιγά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατεβλακευμένος</i>, μτχ. παθ. παρακμ. του ρ. <i>καταβλακέω</i> «[[μεταχειρίζομαι]] αμελώς, απρόσεκτα»].
|mltxt=[[κατεβλακευμένως]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> με [[οκνηρία]], με [[ραθυμία]], [[αργά]], [[σιγά]] [[σιγά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατεβλακευμένος</i>, μτχ. παθ. παρακμ. του ρ. <i>καταβλακέω</i> «[[μεταχειρίζομαι]] αμελώς, απρόσεκτα»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατεβλᾱκευμένως:''' επίρρ. μτχ. Παθ. παρακ. του <i>κατα-βλᾱκεύω</i> ([[βλάξ]]), με [[οκνηρία]], με [[ραθυμία]], [[αργά]], σε Αριστοφ., Ανθ.
}}
}}