3,256,975
edits
(11) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐνδίφριος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> καθισμένος στο ίδιο [[τραπέζι]] με κάποιον<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ἐνδίφριος]] αὐτῷ [[ἱκέτης]]» — [[ικέτης]] πλάι στον δίφρο του. | |mltxt=[[ἐνδίφριος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> καθισμένος στο ίδιο [[τραπέζι]] με κάποιον<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ἐνδίφριος]] αὐτῷ [[ἱκέτης]]» — [[ικέτης]] πλάι στον δίφρο του. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐνδίφριος:''' -ον ([[δίφρος]]), αυτός που κάθεται στο ίδιο [[τραπέζι]] με κάποιον [[άλλο]], [[ομοτράπεζος]], συνδαιτημόνας, με δοτ., σε Ξεν. | |||
}} | }} |