Anonymous

ἐνδίφριος: Difference between revisions

From LSJ
4
(11)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐνδίφριος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> καθισμένος στο ίδιο [[τραπέζι]] με κάποιον<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ἐνδίφριος]] αὐτῷ [[ἱκέτης]]» — [[ικέτης]] πλάι στον δίφρο του.
|mltxt=[[ἐνδίφριος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> καθισμένος στο ίδιο [[τραπέζι]] με κάποιον<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ἐνδίφριος]] αὐτῷ [[ἱκέτης]]» — [[ικέτης]] πλάι στον δίφρο του.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐνδίφριος:''' -ον ([[δίφρος]]), αυτός που κάθεται στο ίδιο [[τραπέζι]] με κάποιον [[άλλο]], [[ομοτράπεζος]], συνδαιτημόνας, με δοτ., σε Ξεν.
}}
}}