3,274,159
edits
(27) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ο (ΑΜ [[νηκτός]], -ή, -όν)<br />αυτός που κολυμπά στο [[νερό]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το νηκτό</i>(<i>ν</i>)<br /><b>βιολ.</b> το [[άθροισμα]] τών πελαγικών ζώων τα οποία κολυμπούν ενεργητικά και ανεξάρτητα από την [[κίνηση]] τών υδάτινων μαζών που τά περιβάλλουν<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[ψάρι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> η [[φυσική]] [[ιδιότητα]] ή [[επιτηδειότητα]] στην [[κολύμβηση]], η [[ικανότητα]] του να κολυμπά [[κανείς]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) αυτός που [[πετά]] στον αέρα («τὸ πτηνὸν καὶ πεζὸν καὶ νηκτόν», <b>Γαλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νήχω]]. Ο τ. στο ουδ. <i>νηκτό</i>(<i>ν</i>) ως νεοελλ. όρος [[είναι]] αντιδάνεια λ., <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>nekton</i> / <i>necton</i> <span style="color: red;"><</span> [[νηκτός]] <span style="color: red;"><</span> [[νήχω]] «[[κολυμπώ]]»]. | |mltxt=-ή, -ο (ΑΜ [[νηκτός]], -ή, -όν)<br />αυτός που κολυμπά στο [[νερό]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το νηκτό</i>(<i>ν</i>)<br /><b>βιολ.</b> το [[άθροισμα]] τών πελαγικών ζώων τα οποία κολυμπούν ενεργητικά και ανεξάρτητα από την [[κίνηση]] τών υδάτινων μαζών που τά περιβάλλουν<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[ψάρι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> η [[φυσική]] [[ιδιότητα]] ή [[επιτηδειότητα]] στην [[κολύμβηση]], η [[ικανότητα]] του να κολυμπά [[κανείς]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) αυτός που [[πετά]] στον αέρα («τὸ πτηνὸν καὶ πεζὸν καὶ νηκτόν», <b>Γαλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νήχω]]. Ο τ. στο ουδ. <i>νηκτό</i>(<i>ν</i>) ως νεοελλ. όρος [[είναι]] αντιδάνεια λ., <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>nekton</i> / <i>necton</i> <span style="color: red;"><</span> [[νηκτός]] <span style="color: red;"><</span> [[νήχω]] «[[κολυμπώ]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''νηκτός:''' -ή, -όν ([[νήχω]]), αυτός που κολυμπάει, [[κολυμβητής]], αυτός που πλέει στη [[θάλασσα]] αντίθ. προς το [[χερσαῖος]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |