Anonymous

ἐπιρρύζω: Difference between revisions

From LSJ
4
(13)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπιρρύζω]] (Α) [[ρύζω]]<br />([[κυρίως]] για σκυλιά) [[προτρέπω]], [[εξεγείρω]], [[ερεθίζω]] [[εναντίον]] κάποιου («κᾆθ’ [[ὅταν]] οὗτός γ’ ἐπισίξῃ ἐπὶ τῶν ἐχθρῶν τιν’, ἐπιρρύξας ἀγρίως αὐτοῑς ἐπιπηδᾷς», <b>Αριστοφ.</b>).
|mltxt=[[ἐπιρρύζω]] (Α) [[ρύζω]]<br />([[κυρίως]] για σκυλιά) [[προτρέπω]], [[εξεγείρω]], [[ερεθίζω]] [[εναντίον]] κάποιου («κᾆθ’ [[ὅταν]] οὗτός γ’ ἐπισίξῃ ἐπὶ τῶν ἐχθρῶν τιν’, ἐπιρρύξας ἀγρίως αὐτοῑς ἐπιπηδᾷς», <b>Αριστοφ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιρρύζω:''' [[εξαπολύω]] [[σκύλο]] πάνω σε κάποιον, σε Αριστοφ.
}}
}}