Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἔκφατος: Difference between revisions

From LSJ
4
(11)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἔκφατος]], -ον (Α)<br />Ι. αυτός που δεν μπορεί να εκφραστεί, [[ανέκφραστος]], [[άφατος]]<br />II. <b>επίρρ.</b> <i>ἐκφάντως</i><br /><b>1.</b> με [[μεγάλη]] [[φωνή]], [[φανερά]], εκφραστικά, ρητώς, [[σαφώς]]<br /><b>2.</b> ασεβώς, αρρήτως, [[κατά]] τρόπο που δεν μπορεί ή δεν [[πρέπει]] να λεχθεί («τὸ νυμφότιμον [[μέλος]] [[ἐκφάτως]] τίοντας», <b>Αισχ.</b>).
|mltxt=[[ἔκφατος]], -ον (Α)<br />Ι. αυτός που δεν μπορεί να εκφραστεί, [[ανέκφραστος]], [[άφατος]]<br />II. <b>επίρρ.</b> <i>ἐκφάντως</i><br /><b>1.</b> με [[μεγάλη]] [[φωνή]], [[φανερά]], εκφραστικά, ρητώς, [[σαφώς]]<br /><b>2.</b> ασεβώς, αρρήτως, [[κατά]] τρόπο που δεν μπορεί ή δεν [[πρέπει]] να λεχθεί («τὸ νυμφότιμον [[μέλος]] [[ἐκφάτως]] τίοντας», <b>Αισχ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἔκφᾰτος:''' -ον, αυτός που είναι πέρα από τη [[δύναμη]] του λόγου, που δεν μπορεί να εκφραστεί με [[λόγια]], [[ανείπωτος]], [[άρρητος]], [[άφατος]]· επίρρ. <i>-τως</i>, ανείπωτα, ασεβώς, σε Αισχύλ.
}}
}}