Anonymous

διασκευάζω: Difference between revisions

From LSJ
4
(9)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[διασκευάζω]])<br /><b>1.</b> [[διευθετώ]], [[τακτοποιώ]]<br /><b>2.</b> [[τροποποιώ]], [[μετατρέπω]], [[μετασκευάζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[επεξεργάζομαι]] λογοτεχνικά έργα περικόπτοντας, τροποποιώντας ή συμπληρώνοντας τα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εφοδιάζω]]<br /><b>2.</b> [[στολίζω]]<br /><b>3.</b> [[συλλέγω]], [[απανθίζω]] λογοτεχνικά [[κείμενα]]<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> εφοδιάζομαι, ετοιμάζομαι.
|mltxt=(Α [[διασκευάζω]])<br /><b>1.</b> [[διευθετώ]], [[τακτοποιώ]]<br /><b>2.</b> [[τροποποιώ]], [[μετατρέπω]], [[μετασκευάζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[επεξεργάζομαι]] λογοτεχνικά έργα περικόπτοντας, τροποποιώντας ή συμπληρώνοντας τα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εφοδιάζω]]<br /><b>2.</b> [[στολίζω]]<br /><b>3.</b> [[συλλέγω]], [[απανθίζω]] λογοτεχνικά [[κείμενα]]<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> εφοδιάζομαι, ετοιμάζομαι.
}}
{{lsm
|lsmtext='''διασκευάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[τακτοποιώ]], [[βάζω]] σε [[τάξη]], [[εξοπλίζω]], [[προετοιμάζω]], σε Λουκ. — Παθ., μτχ. παρακ., <i>διεσκευασμένοι</i>, ντυμένοι, εξοπλισμένοι, σε Πλούτ. — Μέσ., προετοιμάζομαι, παρασκευάζομαι, [[προνοώ]], σε Θουκ.· εξοπλίζομαι, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., <i>διασκευασάμενος τὴν οὐσίαν</i>, έχοντας διαθέσει την [[περιουσία]] του, σε Δημ.
}}
}}