Anonymous

τριβωνικῶς: Difference between revisions

From LSJ
6
(41)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> σαν [[τριβώνιο]] («τὸν [[τρίβων]]' ἄφες, τηνδὶ δὲ χλαῑναν ἀναβαλοῡ [[τριβωνικῶς]]», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αμάρτυρο επίθ. <i>τριβωνικός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρίβων]] «[[είδος]] ενδύματος») <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>ῶς</i>].
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> σαν [[τριβώνιο]] («τὸν [[τρίβων]]' ἄφες, τηνδὶ δὲ χλαῑναν ἀναβαλοῡ [[τριβωνικῶς]]», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αμάρτυρο επίθ. <i>τριβωνικός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρίβων]] «[[είδος]] ενδύματος») <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>ῶς</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τρῐβωνικῶς:''' επίρρ. όπως ο [[τρίβων]], [[μυστηριωδώς]], με [[πανουργία]], σε Αριστοφ.
}}
}}